κακούργῳ
1κακουργώ — (AM κακουργῶ, έω) [κακούργος] κάνω κακούργημα, είμαι κακούργος, κάνω το κακό («ἀδικεῑν καὶ κακουργεῑν», Αριστοφ.) νεοελλ. μσν. (για πληγές) κακοφορμίζω, χειροτερεύω αρχ. 1. βλάπτω, επιφέρω βλάβη ή κακό, προκαλώ ζημία («ἵππος ἢν κακουργῇ», Ξεν.) 2 …
2κακουργώ — κακούργησα, κάνω κακό και μάλιστα έγκλημα: Μη φωνάζεις έτσι, δεν κακούργησα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3κακουργῶ — κακουργέω do evil pres subj act 1st sg (attic epic doric) κακουργέω do evil pres ind act 1st sg (attic epic doric) …
4κακούργω — κάκουργος doing ill masc/fem/neut nom/voc/acc dual κάκουργος doing ill masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) κακοῦργος masc/fem/neut nom/voc/acc dual κακοῦργος masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …
5κακούργῳ — κάκουργος doing ill masc/fem/neut dat sg κακοῦργος masc/fem/neut dat sg …
6ακακούργητος — ἀκακούργητος, ον (AM) [κακουργῶ] μσν. 1. αυτός που δεν έχει υποστεί κακουργία 2. ο άδολος, ο απλός αρχ. ο αβλαβής …
7κακοποιώ — (AM κακοποιῶ, έω) [κακοποιός] (μτβ. και αμτβ.) κάνω κακό, αδικώ, βλάπτω, κακουργώ («πλεῑστοι κλέπται κυπτάζειν καί κακοποιεῑν», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. βιάζω γυναίκα, ατιμάζω 2. φρ. «κακοποιώ την αλήθεια» ψεύδομαι, διαστρεβλώνω την αλήθεια νεοελλ.… …
8κακοπράσσω — (Μ) κακουργώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακά) + πράσσω] …
9κακούργημα — το (AM κακούργημα) [κακουργώ] 1. μεγάλο και βαρύ έγκλημα («η πράξη του θεωρήθηκε κακούργημα») 2. απάνθρωπη πράξη μσν. αρχ. κακό έργο, κακό τέχνασμα, δόλος, απάτη («ἔτι τούτου μεῑζον κακούργημα θεάσασθε», Δημοσθ.) …
10κεκακουργημένως — (Α) επίρρ. με κακία, με κακούργο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεκακουργημένος, μτχ. παθ. παρακμ. του κακουργώ «βλάπτω»] …
- 1
- 2