κακουργία
1κακουργία — η (AM κακουργία, Α επικ. τ. κακοεργία, δ. αττ. τ. κακοεργία) [κακούργος] το να κάνει κάποιος το κακό, το να προκαλεί βλάβη («ἐπὶ κακουργίᾳ καὶ οὐκ ἀρετῆ ἐπετήδευσαν», Θουκ.) νεοελλ. σκληρή και απάνθρωπη πράξη, κακούργημα μσν. αρχ. πληθ. αἱ… …
2κακουργία — κᾱκουργί̱ᾱ , κακουργία wickedness fem nom/voc/acc dual κᾱκουργί̱ᾱ , κακουργία wickedness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
3κακουργίᾳ — κᾱκουργί̱ᾱͅ , κακουργία wickedness fem dat sg (attic doric aeolic) …
4κακοεργία — κᾱκοεργί̱ᾱ , κακουργία wickedness fem nom/voc/acc dual (epic) κᾱκοεργί̱ᾱ , κακουργία wickedness fem nom/voc sg (attic epic doric aeolic) …
5κακοεργίας — κᾱκοεργί̱ᾱς , κακουργία wickedness fem acc pl (epic) κᾱκοεργί̱ᾱς , κακουργία wickedness fem gen sg (attic epic doric aeolic) …
6κακουργίας — κᾱκουργί̱ᾱς , κακουργία wickedness fem acc pl κᾱκουργί̱ᾱς , κακουργία wickedness fem gen sg (attic doric aeolic) …
7ακακούργητος — ἀκακούργητος, ον (AM) [κακουργῶ] μσν. 1. αυτός που δεν έχει υποστεί κακουργία 2. ο άδολος, ο απλός αρχ. ο αβλαβής …
8κακοεργία — κακοεργία, ἡ (Α) βλ. κακουργία …
9κακουργιοδίκης — ο δικαστής κακουργιοδικείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακουργία + δίκης (< δίκη), πρβλ. αγωνο δίκης, ειρηνο δίκης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …
10κακούργικος — η, ο (Α κακουργικός, ή, όν) [κακούργος] αυτός που αναφέρεται σε κακούργο ή προέρχεται από κακούργο, από ένστικτα κακούργα, κακούργος, εγκληματικός αρχ. αυτός που επιφέρει κακουργία, βαριά βλάβη εναντίον άλλου («κακουργικὰ ἀδικήματα», Αριστοτ.) …