κακοπάϑεια
31ότλος — ὄτλος, ὁ (Α) πάθημα, συμφορά, κακοπάθεια («ἅπαντα πανδοκοῡσα παιδείας ὄτλον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα τλ τής δισύλλαβης ρίζας *τελα (πρβλ. ταλάσσαι, τελαμών, τάλας, τλήμων) με προθεματικό φωνήεν ὀ (βλ. λ. τλω)] …
32ԱՇԽԱՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0259 Chronological Sequence: 5c, 8c, 10c, 11c ԱՇԽԱՏՈՒԹԻՒՆ κόπος, μόχθος, πόνος , κακοπάθεια labor, fatigatio, dolor որ եւ ԱՇԽԱՏԱՆՔ. Աշխատութիլն. վաստակ. ջան. ճիգն. երկ. տառապանք. նեղութիւն. խոնջութիւն, վիշտ, ցաւ. աղէտք. ... *Ոչ եթէ… …
33ՉԱՐԱԽՏԱԿՑՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0566 Chronological Sequence: Unknown date գ. κακοπάθεια (չարակրութիւն). aerumnus, molestia. Կցորդութիւն կրից չարեաց. եւ Աղէտք. վիշտ. *Զի կակղեսցէ զանհնազանդութիւն խստապարանոցացն՝ ընտրեաց եւ զինքն չարախտակցութեամբն դատապարտել. Բրս. պհ.… …
34ՉԱՐԱԿՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0567 Chronological Sequence: Unknown date գ. κακοπάθεια vexatio, molestia, erumna, calamitas, labor. Կրելն զչարիս. եւ Չարաչար կիրք. տառապանք. վիշտ. չարքաշութիւն. *Բազում արտասուօք եւ հեծութեամբ եւ չարակրութեամբ դատեսցիս մինչեւ ի մահ:… …
35ՉԱՐՉԱՐԱՆՔ — (նաց.) NBH 2 0572 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 14c գ. πάθημα, πάθος passio κακοπάθεια , κάκωσις afflictio ὁδύνη dolor βασανυσμός tormentum եւն. Չարչարիլն եւ չարչարելն. տանջանք. հարուած. վիշտ. ցաւ. նեղութիւն. եւ Կիրք՝ …
36ՋԱՆ — (ի, ից, եւ ոյ, ու, ուց.) NBH 2 0670 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 14c գ. (լծ. հյ. գուն. եւ լտ. գօնա՛դուս ). κόπος, μόχθος, κάματος labor, fatigatio κακοπάθεια vexatio, molestia σπουδή… …
37κακουχία — η κακοπάθεια: Στον πόλεμο πέθαναν πολλοί από τις κακουχίες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
38ταλαιπωρία — η 1. σωματική κακοπάθεια, κοπιαστική προσπάθεια, κόπος. 2. στενοχώρια, βάσανο, μαρτύριο: Ζωή γεμάτη ταλαιπωρία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
39κακοπαθίᾳ — κακοπαθίᾱͅ , κακοπάθεια distress fem dat sg (attic doric aeolic) κακοπαθίαι , κακοπαθία fem nom/voc pl κακοπαθίᾱͅ , κακοπαθία fem dat sg (attic doric aeolic) …