κακοπάϑεια
21κακοπάθια — η βλ. κακοπάθεια …
22κακοπάθιο — και κακοπάθι, το (Μ κακοπάθιο και κακοπάθι[ο]ν) [κακοπαθώ] νεοελλ. κακοπάθεια, κακά, συμφορές, βάσανα μσν. κακοπάθημα, δυστύχημα …
23κακοπαθία — κακοπαθία, ἡ (Α) βλ. κακοπάθεια …
24κακουχία — ἡ (AM κακουχία) [κακουχώς] 1. κακοπάθεια, ταλαιπωρία 2. κακομεταχείριση («κακουχίας μεταίτιοι», Πλάτ.) νεοελλ. 1. σωματική κακοποίηση («πέθανε από τις κακουχίες») 2. πληθ. οι κακουχίες τα δεινοπαθήματα μσν. αρχ. κακοτυχία, δυστυχία αρχ. κακή… …
25κακόπλοια — κακόπλοια, ἡ (Α) [κακόπλους] κακοπάθεια, ταλαιπωρία κατά το θαλασσινό ταξίδι …
26καλοπάθεια — καλοπάθεια, ἡ (Μ) καλοπέραση, ευτυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. λ. σχηματισμένη πιθ. κατά το κακοπάθεια] …
27παιδεμός — και στον Ερωτόκρ., παιδωμός, ο και παιδωμή, η [παιδεύω] 1. τιμωρία, επιβολή ποινής 2. ταλαιπωρία, βάσανο, κακοπάθεια …
28σκληροδίαιτος — ον, Α αυτός που διάγει βίο τραχύ, που κάνει σκληρή ζωή, ο εθισμένος στην κακοπάθεια και στις κακουχίες, σκληραγωγημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. λιτο δίαιτος] …
29ταλαιπωρία — η, ΝΑ, και ιων. τ. ταλαιπωρίη Α [ταλαίπωρος] σωματική κακοπάθεια, κόπωση νεοελλ. στενοχώρια, βάσανο («η ζωή του ήταν γεμάτη ταλαιπωρίες») αρχ. 1. βαριά και επίπονη εργασία 2. εξάσκηση 3. σωματικός πόνος …
30τληπάθεια — ἡ, ΜΑ [τληπαθής] ταλαιπωρία, κακοπάθεια …