κακοπάϑεια
11κακοπαθιῶν — κακοπάθεια distress fem gen pl κακοπαθία fem gen pl …
12κακοπαθίαις — κακοπάθεια distress fem dat pl κακοπαθία fem dat pl …
13κακοπάθειαι — κακοπάθεια distress fem nom/voc pl …
14κακοπάθειαν — κακοπάθεια distress fem acc sg …
15κακοπαθίας — κακοπαθίᾱς , κακοπάθεια distress fem acc pl κακοπαθίᾱς , κακοπάθεια distress fem gen sg (attic doric aeolic) κακοπαθίᾱς , κακοπαθία fem acc pl κακοπαθίᾱς , κακοπαθία fem gen sg (attic doric aeolic) …
16LIGURIA — Italiaeregio gemina: Una litorea, quae vulgo La Riviera di Genova nominatur, inter ostia variad Occid. et Macrae ad Ort. inter Gall. Narbonensem et Hetruriam supra 200. mill. pass. extensa, cuius caput est Genua, inter mont. Apenninum et mare… …
17ανάγκη — Στηνοικονομία,α.ονομάζεται μια κατάσταση έλλειψης ικανοποίησης, την οποία συνοδεύει η επίγνωση (που μπορεί αργότερα να αποδειχτεί εσφαλμένη) της ύπαρξης ενός κατάλληλου μέσου να θέσει τέρμα σε αυτή την κατάσταση ή να επιφέρει ανακούφισή της και η …
18δίνη — η (AM δίνη) 1. περιστροφική κίνηση νερού ή ανέμου, στρόβιλος, ρούφουλας 2. βάσανα, κακοπάθεια, αναστάτωση («η δίνη τού πολέμου») νεοελλ. 1. η ανατάραξη τής θάλασσας που οφείλεται στη συνάντηση αντίθετων ρευμάτων ή στη λειτουργία έλικα πλοίου, το… …
19κάκωση — η (AM κάκωσις, Μ και κάκωση) [κακώ] κακοποίηση, κακομεταχείριση νεοελλ. ιατρ. ελαφρά ή και βαριά σωματική βλάβη που έχει προκληθεί από άλλο άτομο ή από εξωτερική βίαιη ενέργεια νεοελλ. μσν. κακοπάθεια, ταλαιπωρία μσν. 1. κακή πράξη 2. καταστροφή… …
20κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… …