κακονόως
1κακονόως — κακόνοος ill disposed adverbial κακόνοος ill disposed masc/fem acc pl (doric) κακόνους ill disposed masc/fem acc pl (doric) …
2κακόνους — oυν (AM κακόνους, ουν και οος, οον, Α αττ. πληθ. κακόνοι) αυτός που διάκειται εχθρικά προς κάποιον, εχθρικός, δυσμενής («ὡς κακόνοι τινές εἰσιν ἐν ἡμῑν», Αριστοφ.). επίρρ... κακονόως και κακόνως (Α) με δυσμένεια, εχθρικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + …