κακολόγος
1κακολόγος, -ος — και α, ο κακόγλωσσος, φιλοκατήγορος: Πες καμιά καλή κουβέντα και μην είσαι πάντα κακολόγος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2κακολόγος — masc/fem nom sg …
3κακόλογος — evil speaking masc/fem nom sg …
4κακολόγος — και κακόλογος, ο (AM κακολόγος, ον) αυτός που τού αρέσει να κακολογεί, κακόγλωσσος, φιλοκατήγορος, συκοφάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + λογος (< λόγος), πρβλ. καινο λόγος, σεμνο λόγος] …
5κακολόγως — κακόλογος evil speaking adverbial κακόλογος evil speaking masc/fem acc pl (doric) κακολόγος adverbial κακολόγος masc/fem acc pl (doric) …
6κακολόγον — κακολόγος masc/fem acc sg κακολόγος neut nom/voc/acc sg …
7κακολόγους — κακόλογος evil speaking masc/fem acc pl κακολόγος masc/fem acc pl …
8κακολόγων — κακόλογος evil speaking masc/fem/neut gen pl κακολόγος masc/fem/neut gen pl …
9κακόλογον — κακόλογος evil speaking masc/fem acc sg κακόλογος evil speaking neut nom/voc/acc sg …
10κουσκουσούρης, -α, -ικο — κακολόγος, κουτσομπόλης …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)