κακοδαιμονίη
1κακοδαιμονίη — κακοδαιμονία unhappiness fem nom/voc sg (epic ionic) …
2κακοδαιμονίῃ — κακοδαιμονία unhappiness fem dat sg (epic ionic) …
3κακοδαιμονία — η [κακοδαίμων] (AM κακοδαιμονία, Α και ιων. τ. κακοδαιμονίη) δυστυχία, ατυχία, αθλιότητα, κακοτυχία αρχ. το να κατέχεται κάποιος από κακό δαίμονα, η μανία …