κακοδαιμονία
1κακοδαιμονία — κακοδαιμονίᾱ , κακοδαιμονία unhappiness fem nom/voc/acc dual κακοδαιμονίᾱ , κακοδαιμονία unhappiness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2κακοδαιμονίᾳ — κακοδαιμονίαι , κακοδαιμονία unhappiness fem nom/voc pl κακοδαιμονίᾱͅ , κακοδαιμονία unhappiness fem dat sg (attic doric aeolic) …
3κακοδαιμονία — η [κακοδαίμων] (AM κακοδαιμονία, Α και ιων. τ. κακοδαιμονίη) δυστυχία, ατυχία, αθλιότητα, κακοτυχία αρχ. το να κατέχεται κάποιος από κακό δαίμονα, η μανία …
4κακοδαιμονία — η κακοτυχία, δυστυχία, αθλιότητα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5κακοδαιμονίας — κακοδαιμονίᾱς , κακοδαιμονία unhappiness fem acc pl κακοδαιμονίᾱς , κακοδαιμονία unhappiness fem gen sg (attic doric aeolic) …
6κακοδαιμονίαν — κακοδαιμονίᾱν , κακοδαιμονία unhappiness fem acc sg (attic doric aeolic) …
7κακοδαιμονιῶν — κακοδαιμονία unhappiness fem gen pl κακοδαιμονίζω deem unhappy fut part act masc nom sg (attic epic doric) …
8κακοδαιμονίη — κακοδαιμονία unhappiness fem nom/voc sg (epic ionic) …
9κακοδαιμονίῃ — κακοδαιμονία unhappiness fem dat sg (epic ionic) …
10κακοδαιμονίῃσι — κακοδαιμονία unhappiness fem dat pl (epic ionic) …
- 1
- 2