κακοβουλία
1κακοβουλία — κακοβουλίᾱ , κακοβουλία ill advisedness fem nom/voc/acc dual κακοβουλίᾱ , κακοβουλία ill advisedness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2κακοβουλίᾳ — κακοβουλίᾱͅ , κακοβουλία ill advisedness fem dat sg (attic doric aeolic) …
3κακοβουλία — η (AM κακοβουλία) [κακόβουλος] το να είναι κανείς κακόβουλος, εμπάθεια, μοχθηρία …
4κακοβουλίας — κακοβουλίᾱς , κακοβουλία ill advisedness fem acc pl κακοβουλίᾱς , κακοβουλία ill advisedness fem gen sg (attic doric aeolic) …
5κακοβουλίαν — κακοβουλίᾱν , κακοβουλία ill advisedness fem acc sg (attic doric aeolic) …
6κακοβουλίαις — κακοβουλία ill advisedness fem dat pl …
7злосоветие — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (κακοβουλία) злое намерение, злоумышление …
8κακοβουλοσύνη — κακοβουλοσύνη, ἡ (Α) [κακόβουλος] κακοβουλία* …
9καταχθονιότητα — η δολιότητα, κακοβουλία, κατεργαριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταχθόνιος. Η λ., στον λόγιο τ. καταχθονιότης, μαρτυρείται από το 1865 στο περιοδικό σύγγραμμα (Νέα) Πανδώρα] …
10ՉԱՐԱԽՈՀՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0565 Chronological Sequence: Unknown date, 14c գ. κακοφροσύνη, κακοβουλία, δυσβουλία, ἁβουλία mala mens, insana opinio, temeritas. Չար եւ անօրէն խորհուրդ. անտեղի մտածութիւն. յանդգնութիւն. անմտութիւն. *Եթէ ըստ ոմանց չարախոհութեանն ի բաց… …