κακεντρεχείᾳ
11κακόθελος — κακόθελος, ον (Μ) [κακοθελής] κακοθελητής*, κακόβουλος, αυτός που θέλει το κακό κάποιου. επίρρ... κακοθελῶς (AM) δυσμενώς, με κακεντρέχεια …
12μειρακιεία — μειρακιεία, ἡ (Α) [μειρακιεύομαι] παιδική κακία ή κακεντρέχεια …
13μοχθηρία — η (ΑΜ μοχθηρία) [μοχθηρός] νεοελλ. μσν. ζήλεια για την ευτυχία τών άλλων, κακεντρέχεια, φθόνος, κακία μσν. αρχ. έλλειψη εμπειρίας ή δεξιότητας, ανικανότητα αρχ. 1. κακή κατάσταση, αθλιότητα 2. φαυλότητα, ηθική εξαχρείωση …
14μοχθηρότητα — η [μοχθηρός] μοχθηρία, κακία, ζήλεια και κακότητα για την ευτυχία τών άλλων, κακεντρέχεια, φθόνος …
15Όστιν, Τζέιν — (Jane Austen, Στίβεντον, Xάμσαϊρ 1775 – Oυίντσεστερ 1817). Αγγλίδα συγγραφέας. Ήταν η προτελευταία κόρη ενός κληρικού με 8 παιδιά και η ζωή της δεν παρουσιάζει σημαντικά γεγονότα. Πέθανε ανύπαντρη και η μόνη της συγκινησιακή εμπειρία ήταν οι… …
16μοχθηρία — η χαιρεκακία, κακία, φθόνος, ζήλια, κακεντρέχεια: Μερικοί συνάδελφοι με κοιτάζουν με μοχθηρία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
17σαρκάζω — σάρκασα, γελώ χαιρέκακα, ειρωνεύομαι με κακεντρέχεια: Εμείς υποφέρουμε κι αυτός σαρκάζει …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
18φθόνος — φθόνος, ο και φτόνος, ο το να αισθάνεται κανείς λύπη για την ευτυχία του άλλου, ζηλοφθονία, ζηλοτυπία, ζήλια, κακεντρέχεια …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
- 1
- 2