και χτες
21ασφάλεια — η 1. βεβαιότητα, σιγουριά: Στον τόπο που ζούσε δεν ένιωθε ασφάλεια. 2. έλλειψη κινδύνου: Στη διάρκεια του πολέμου δεν υπάρχει ασφάλεια. 3. κρατική υπηρεσία για τη δημόσια τάξη, τα όργανά της και το οίκημα που αυτή είναι εγκαταστημένη: Πήγα στην… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
22χασμουριέμαι — και χασμουριούμαι χασμουρήθηκα, ανοίγω ακούσια το στόμα και εισπνέω βαθιά είτε από νύστα είτε από κόπο κ.ά.: Χτες βράδυ δεν κοιμήθηκα καθόλου και σήμερα χασμουριέμαι συνέχεια …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
23υποβολέας — ο / ὑποβολεύς, έως, ΝΜΑ (στο θέατρο) άτομο που υπαγορεύει χαμηλόφωνα στους ηθοποιούς το κείμενο τού ρόλου τους για να τούς βοηθάει στο έργο τους (α. «ο υποβολέας δεν ακουγόταν καθόλου» β. «τοῡ δὲ ὑποβολέως ἀκούοντας καὶ μὴ παρεκβαίνοντας τοὺς… …
24αστράφτω — αψα 1. βγάζω αστραπές: Πάλι άστραφτε χτες τη νύχτα. 2. λάμπω, γυαλίζω, λαμποκοπώ: Τα έκανες τα μπρούντζα κι αστράφτουν. 3. δίνω χτύπημα: Του άστραψε ένα χαστούκι που είδε τον ουρανό με τ άστρα. 4. «αστράφτω και βροντώ», βρίσκομαι στις δόξες μου,… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
25κεντώ — και κεντάω κέντησα, κεντήθηκα, κεντημένος 1. τρυπώ, τσιμπώ, κεντρίζω: Με κέντησε μια σφήκα. 2. κάνω κάποιον να αισθανθεί σουβλιές: Χτες με κεντούσε το στομάχι μου. 3. παρακινώ: Μου κέντησε την περιέργεια να μάθω περισσότερα γι αυτόν. 4. διακοσμώ… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
26Dimotiki — ( el. δημοτική [γλώσσα] IPA all|ðimo̞tiˈkʲi, [language] of the people ) or Demotic is the modern vernacular form of the Greek language. The term has been in use since 1818. [Babiniotis, Georgios: Dictionary of the new Greek language Lexiko tis… …
27άκρος — α, ο 1. αυτός που βρίσκεται στο πιο μακρινό σημείο: Εκείνος, όπως είπαν, ήταν ο άκρος σταθμός του σιδηροδρόμου. 2. αυτός που φτάνει στον ανώτατο βαθμό: Επικρατούσε άκρα σιωπή. 3. υπερβολικός: Αυτοί ως χτες ήταν άκροι φίλοι (βλ. και άκρο) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
28αλεγράρω — (λ. ιταλ.), ισα, ισμένος 1. μτβ., κάνω κάποιον να ευθυμήσει: Μας είπε μερικά νέα και μας αλεγράρισε. 2. αμτβ., γίνομαι εύθυμος: Ήρθαν χτες τα παιδιά μας κι αλεγράραμε λίγο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
29αναφύσημα — το, ατος και αναφυσητό, το έντονο φύσημα: Τι αναφυσητό ήταν αυτό χτες όλη μέρα; …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
30ανεμοσυρμή — ανεμοσυρμή, η και ανεμόσυρμα, το, ατος ορμητικό φύσημα αέρα: Τι ανεμοσυρμή ήταν αυτή χτες τη νύχτα; …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)