Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

και τέταρτο

  • 1 четверть

    четверть ж το τέταρτο; \четверть
    * * *
    ж
    το τέταρτο

    че́тверть ча́са — ένα τέταρτο της ώρας

    че́тверть пя́того — είναι τέσσερις και τέταρτο

    без че́тверти де́сять — είναι δέκα παρά τέταρτο

    Русско-греческий словарь > четверть

  • 2 четверть

    четверт||ь
    ж
    1. τό τέταρτο[ν], τό τεταρτημόριο[ν], τό κάρτο:
    \четверть года τό τρίμη-νο[ν], τό ἕνα τέταρτο τοῦ ἔτους· \четверть часа ἔν τέταρτον τής ὠρας, ἕνα κάρτο τής ὠρας· без \четвертьи двенадцать δώδεκα παρά « τέταρτο· \четверть второго μιά καί τέταρτο·
    2. муз. τό τέταρτο[ν].

    Русско-новогреческий словарь > четверть

  • 3 седьмой

    επ. (αριθμ. τακτικό)• έβδομος• ο, η, το εφτά•

    - ое ή -ого ноября η εφτά του Ηοέμβρη•

    глава -ая κεφάλαιο έβδομο•

    седьмой номер ο έβδομος αριθμός, το εφτά νούμερο•

    две -ых τα δύο έβδομα•

    четверть -ого εξ και τέταρτο της ώρας.

    Большой русско-греческий словарь > седьмой

  • 4 без

    без
    (безо) предлог с род. п.
    1. (указывает на отсутствие, недостаток) χωρίς, ἄνευ, δίχως:
    без отца и матери χωρίς πατέρα καί μητέρα; без сознания ἀναίσθητος; все без исключения ὀλοι ἀνεξαιρέτως; комната без окна δωμάτιο δίχως παράθυρο; без тебя справимся θά τά καταφέρουμε καί χωρίς ἐσένα; без сомнения ἀναμφίβολα; без причины χωρίς αἰτία; 2.; (за вычетом) παρά:
    без четверти десять δέκα παρά τέταρτο; ◊ пропал без вести ἀγνοείται ἡ τύχη του, ἐξαφανίστηκε.

    Русско-новогреческий словарь > без

  • 5 пятый

    пят||ый
    числ. порядк. πέμπτος:
    \пятый номер ὁ ἀριθμός πέντε· \пятый час τέσσερες περασμένες· в \пятыйом часу́ μετά τίς τέσσερες, μεταξύ τέσσερες καί πέντε· три четверти \пятыйого τέσσερες καί σαράντα πέντε λεπτά, πέντε παρά τέταρτο· \пятыйая часть τό ἕνα πέμπτο· ◊ рассказывать из \пятыйого в десятое (ό)μιλώ μπερδεμένα, ἀσυνάρτητα· \пятыйое колесо́ в телеге разг ὁ πέμπτος τροχός τής ἀμάξης.

    Русско-новогреческий словарь > пятый

  • 6 жить

    жить
    несов ζῶ / διαμένω, κατοικώ (обитать):
    \жить зажиточно (скромно) ζω πλούσια (λιτά)1 \жить весело καλοπερνὤ \жить надеждой ζῶ μέ τήν ἐλπίδα· \жить в Москве ζῶ στή Μόσχα· \жить в деревне μένω στό χωριό· где вы живете? ποῦ μένετε;· я живу́ на пятом этаже μένω στό τέταρτο πάτωμα· ◊ жил-был (из сказки) μιά φορά κι ἕνα καιρό· \жить чужим умом δέν ἔχω δικιά μου γνώμη· \жить на широкую ногу ζῶ πλουσιοπάροχα· \жить припеваючи περνώ ζωή καί κότα, περνῶ ζωή χαρισάμενη· приказал долго \жить μᾶς ἀφησε χρόνους.

    Русско-новогреческий словарь > жить

  • 7 идти

    иду, идшь; παρλθ. χρ. шёл, шла, шло; μτχ. παρλθ. χρ. шедший, επιρ. μτχ. идя κ. идучи
    ρ.δ.
    1. πηγαίνω, πορεύομαι, μεταβαίνω, βαδίζω πεζός•

    идти на цыпочках βαδίζω στα δάχτυλα•

    идти медленно βαδίζω αργά.

    || έρχομαι•

    я иду из библиотеки έρχομαι από τη βιβλιοθήκη.

    || τρέχω•

    иду с большой скоростью τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.

    || κινούμαι, κατευθύνομαι•

    в магазин πηγαίνω στο μαγαζί.

    2. μτφ. μπαίνω (σε υπηρεσία, οργάνωση κ.τ.τ.)• иду в партию μπαίνω στο κόμμα (γίνομαι μέλος του κόμματος)•

    иду добровольцем πηγαίνω εθελοντής.

    3. επιτίθεμαι•

    на нас идёт неприятельское войско εναντίον μας έρχεται εχθρικό στράτευμα.

    || εναντιώνομαι, πηγαίνω αντίθετα•

    он против всех идёт αυτός εναντιώνεται σ όλους.

    4. εξελίσσομαι, αναπτύσσομαι•

    всё идёт к лучшему όλα πάνε στο καλύτερο.

    || (για φυτά) αναπτύσσομαι, βγάζω, κάνω•

    картофель идёт в ботву η πατάτα κάνει φύλλωμα•

    древо идёт в ствол το δέντρο κάνει κορμό•

    растение шло в корень το φυτό ρίζωσε.

    5. ακολουθώ, έπομαι, πηγαίνω κοντά.
    6. βγαίνω, εξέρχομαι, ρέω, τρέχω•

    дым идёт из печи καπνός βγαίνει από το φούρνο•

    из раны шёл гной από την πληγή έβγαινε πύο•

    у него кровь идёт из носу του πάει αίμα από τη μύτη.

    7. χρησιμοποιούμαι πηγαίνω κάνω•

    тряпь идёт на бумагу τα ράκη πάνε για χαρτί.

    8. πλησιάζω•

    весна идёт η άνοιξη έρχεται•

    сон идёт ο ύπνος έρχεται.

    9. δέχομαι είμαι διατεθημένος, κλίνω προς•

    идти на уговоры δέχομαι τις συστάσεις•

    идти на уступки κάνω υποχωρήσεις.

    || αβιέμαι, έλκομαι, αρέσκομαι.
    10. καταναλώνομαι, πουλιέμαι•

    костянная пуговица не идёт, предпочитают металлическую τα κοκκάλινακουμπιά δεν πουλιούνται, προτιμούνται τα μεταλλικά.

    11. χορηγούμαι, δίνομαι•

    ему идёт 125 рублей в месяц зарплаты του χορηγείται 125 ρούβλια μισθός το μήνα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    на костюм идёт три метра материи για το κουστούμι χρειάζονται τρία μέτρα ύφασμα.

    || διαδίδομαι•

    слух (ή молва) идёт φημολογείται•

    сплетни идут κουτσομπολεύεται.

    || εκτείνομαι, απλώνομαι, ξαπλώνομαι.
    12. λειτουργώ, εργάζομαι, δουλεύω•

    часы идут верно το ρολόι πάει καλά (σωστά)•

    мотбр идёт хорошо το μοτέρ δουλεύει καλά.

    13. (για βροχή, χιόνι, χαλάζι)•

    дождь идёт βρέχει•

    снег идёт χιονίζει.

    14. περνώ, διαβαίνω, παρέρχομαι•

    годы шли τα χρόνια περνούσαν•

    вторая неделя идёт с тех пор, как он умер πάει δεύτερη εβδομάδα που αυτός πέθανε•

    как-то время идёт! πως περνάει ο καιρός!•

    идёт 1982 год κυλάει το 1982 έτος•

    идёт ей четвёртый год αυτή διανύει το τέταρτο έτος.

    15. διεξάγομαι, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•

    идут экзамены γίνονται εξετάσεις•

    идут приготовления к отъезду γίνονται ετοιμασίες για αναχώρηση•

    бой идёт γίνεται μάχη•

    идут переговоры διεξάγονται συνομιλίες.

    || (για θέαμα) παίζομαι•

    идёт новая пьеса παίζεται καινούριο θεατρικό έργο.

    16. χρησιμοποιούμαι, προορίζομαι•

    идёт на растопку κάνει για προσάναμμα.

    || ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    на книги идёт много денег στα βιβλία πάνε πολλά χρήματα.

    17. ταιριάζω, αρμόζω•

    ей очень идёт красный цвет αυτήν πολύ την πηγαίνει το κόκκινο χρώμα.

    18. ποδένομαι, χωρώ στο πόδι•

    сапог не идёт на ногу η μπότα δεν μπαίνει στο πόδι.

    || μπήγομαι•

    гвоздь не идёт в стену το καρφί δε μπαίνει στον τοίχο•

    нитка не идёт в иголку η κλωστή δε περνά στο βελόνι.

    19. (για γυναίκα) παντρεύομαι•

    иди за мени παντρέψου εμένα•

    она идёт замуж αυτή παντρεύεται.

    20. (στο παιγνίδι) βγαίνω•

    идти конём, козырем, с туза βγαίνω με άλογο, με ατού, με άσο.

    || (χαρτοπ.) είμαι τυχερός, μου έρχεται καλό χαρτί•

    карта ему не шла το χαρτί δεν τον πήγαινε.

    21. εισάγομαι•

    чай идёт с Индии το τσάι έρχεται από την Ινδία.

    22. προοδεύω (στην υπηρεσία ή στα μαθήματα)•

    ваш сын хорошо идёт по математике το παιδί σας καλά πάει στα μαθηματικά.

    23. τραβάω, πηγαίνω, βαδίζω•

    дело идёт к женитьбе η υπόθεση τραβάει για παντρειά•

    переговоры идут к концу οι συνομιλίες πηγαίνουν προς το τέλος.

    24. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    вправо шла горная цепь δεξιά εκτείνονταν οροσειρά•

    дорога идёт лесом ο δρόμος περνάει μέσα από το δάσος.

    || διαδίδομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    25. (με την πρόθεση «В» σε αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημασία του ουσ.) υτιόκειμαι πηγαίνω•

    идти в продажу πουλιέμαι•

    идти в обработку επεξεργάζομαι•

    идти в сравнение συγκρίνομαι•

    идти в починку διορθώνομαι•

    идти в счёт λογίζομαι, λογαριάζομαι || αρχίζω να κάνω κάτι•

    идти в пляс αρχίζω να χορεύω.

    26. (με την πρόθεση «на» και αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημ. του ουσιαστικού)•

    температура идёт на понижение η θερμοκρασία πέφτει•

    дело идёт на лад η υπόθεση διευθετίζεται•

    идти на смену кому-н. αντικαθιστώ κάποιον.

    27. επιβεβαιωτική λέξη•

    идёт σύμφωνος, εν τάξει, καλά, ναι•

    едем? – идёт πάμε; – ναι•

    ну что же, идёт, что ли? λοιπόν σύμφωνος, τι λες;

    28. έχω σαν περιεχόμενο•

    у них шла речь о вчерашнем спектакле αυτοί μιλούσαν για τη χτεσινή θεατρική παράσταση•

    дело идёт о жизни или смерти πρόκειται περί ζωής ή θανάτου•

    о чём идёт речь? περί τίνος γίνεται λόγος,

    εκφρ.
    идти к делу – έχω σχέση, αφορώ•
    из головы (ή из ума) не идти – δε μου βγαίνει από το μυαλό, δεν ξεχνώ ούτε στιγμή (ещё) куда ни шло α) έστω, ας είναι, β) προφανώς, μαθές (дело) идёт к чему ή на что η υπόθεση κλίνει (γέρνει) προς•
    как дела (идут)? – πως πάνε οι δουλιές;

    Большой русско-греческий словарь > идти

  • 8 курс

    α.
    1. κατεύθυνση, πορεία•

    держать ή взять курс на север κατευθύνομαι προς το βορά.

    2. βασική πολιτική κατεύθυνση•

    курс на индустриализацию страны βασική πολιτική κατεύθυνση η εκβιομηχάνιση της χώρας.

    3. μαθήματα, σειρά διαλέξεων εγχειρίδιο (με περιεχόμενο αυτών των διαλέξεων).
    4. πλήρης κύκλος διδασκαλίας•

    он кончил курс гимназии αυτός τέλειωσε το γυμνάσιο.

    5. έτος φοίτησης (σε ανώτερα εκπαιδ. ιδρύματα)•

    перейти на четвёртый курс περνώ (προβιβάζομαι) στο τέταρτο έτος.

    || οι φοιτητές•

    второй курс пошёл на практику οι δευτεροετείς φοιτητές πήγαν για πρακτική εξάσκηση.

    6. θεραπεία•

    курс лечения η προβλεπόμενη θεραπεία.

    7. αξία, τιμή•

    биржевой курс οι τιμές του χρηματιστηρίου.

    8. σχολή• μαθήματα•

    -ы иностранных языков σχολή ξένων γλωσσών•

    -ы кройки и шитья σχολή κοπτικής και ραπτικής.

    εκφρ.
    быть в -е – είμαι ενήμερος, γνώστης•
    держать в -е кого – κρατώ ενήμερον κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > курс

См. также в других словарях:

  • μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Κυκλαδικής και Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης Γουλανδρή (Αθηνών) — Στεγάζεται από το 1986 σε ιδιόκτητο κτίριο (Νεοφύτου Δούκα 4, Κολωνάκι) σε σχέδια του αρχιτέκτονα Ιωάννη Βικέλα. Από το 1991 παραχωρήθηκε στο μουσείο ένα από τα ομορφότερα νεοκλασικά του κέντρου της Αθήνας στη συμβολή των οδών Βασιλίσσης Σοφίας… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ιστορικό και Λαογραφικό και Φυσικής Ιστορίας Κοζάνης — Το Ιστορικό, Λαογραφικό και Φυσικής Ιστορίας Μουσείο Κοζάνης, ιδρύθηκε το 1969, με σκοπό την περισυλλογή, διάσωση και προβολή της πολιτιστικής κληρονομιάς του νομού Κοζάνης. Είναι δημιούργημα του «Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών Κοζάνης» και… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • μηρυκαστικά — Θηλαστικά που αποτελούν τη σπουδαιότερη και πολυαριθμότερη υποτάξη της τάξης των αρτιοδάκτυλων. Αν και παρουσιάζουν αξιοσημείωτες διαφορές μορφών και διαστάσεων, τα μ. έχουν κοινά προέχοντα χαρακτηριστικά, που αφορούν κυρίως το πεπτικό σύστημα… …   Dictionary of Greek

  • Λουδοβίκος — I (γαλλ. Luis, γερμ. Ludwig). Όνομα τεσσάρων αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους. 1. Λ. Α’, ο Ευσεβής ή Αγαθός (γερμ. Ludwig der Fromme, γαλλ. Louis le Pieux ή Louis le Debonnaire, Σασενέιγ, Ακουιτανία 778 –… …   Dictionary of Greek

  • κεραμεικός — Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης …   Dictionary of Greek

  • Νέμεα — Κωμόπολη (υψόμ. 320 μ., 4.249 κάτ.), στην πρώην επαρχία Κορινθίας του ομώνυμου νομού. Χτισμένη στις δυτικές κλιτύες του Προφήτη Ηλία, είναι το εμπορικό και αγροτικό κέντρο της εύφορης περιοχής της, της οποίας κύριο προϊόν είναι το κρασί, για το… …   Dictionary of Greek

  • βραδύποδες — Οικογένεια νωδών (δηλαδή χωρίς δόντια) θηλαστικών. Αποτελείται από δύο μόνο γένη που περιλαμβάνουν διάφορα είδη, τα οποία έχουν κοινά χαρακτηριστικά: εξαιρετική βραδύτητα στις κινήσεις και απουσία κοπτήρων και κυνοδόντων. Στο πρώτο γένος ανήκει ο …   Dictionary of Greek

  • σιισμός — ο, Ν [σιίτες] θρησκειολ. ο δεύτερος, μετά τον σουνισμό, μεγάλος κλάδος τού ισλαμισμού, οι οπαδοί τού οποίου δέχονται ως διάδοχο τού Μωάμεθ τον γαμβρό του και τέταρτο χαλίφη Αλή, στον οποίο οι ιδρυτές της απένειμαν τον τίτλο τού ιμάμη, τού… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»