καιρὸν ἐφήκεις

  • 1εφήκω — ἐφήκω (Α) 1. έρχομαι, φθάνω σε κατάλληλη στιγμή («καιρὸν δ ἐφήκεις» έχεις φθάσει στον κατάλληλο καιρό, Σοφ.) 2. (για χρόνο) φθάνω, έχω καταφθάσει («ἐπειδὴ ἡ ἡμέρα ἐφῆκε», Θουκ.) 3. καταλαμβάνω έκταση, κατέχω χώρο («ὅσον ἄν ἡ μόρα ἐφήκῃ» όσο τόπο… …

    Dictionary of Greek