καινᾶς
1Καινᾶς — Καινεύς masc acc pl …
2καινᾶς — καινός new fem gen sg (doric aeolic) …
3καινάς — καινά̱ς , καινός new fem acc pl …
4νιφόβολος — νιφόβολος, ον (Α) 1. σκεπασμένος με χιόνι, χιονοσκεπής 2. μτφ. σκωπτικός χαρακτηρισμός τών ποιητών τών διθυράμβων για τον ψυχρό κομπασμό τους («καινὰς λαβεῑν ἀεροδονήτους καὶ νιφοβόλους ἀναβολάς», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νίφα + συνδετικό φων. ο… …
5Βάμου, δήμος — Νέος δήμος (2.932 κάτ.) του νομού Χανίων, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Βάμου, Γαβαλοχωρίου, Κάινας, Καλαμιτσίου Αλεξάνδρου, Κεφαλά, Κόκκινου Χωρίου, Ξηροστερνίου, Πλάκας και Σελλίων, οι οποίες… …