καινός
1καινός, -ή, -ό — καινούριος, που γίνεται ή εμφανίζεται για πρώτη φορά, πρωτόφαντος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2καινός — new masc nom sg …
3καινός — ή, ό (AM καινός, ή, όν) αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται για πρώτη φορά, νέος, καινούργιος («θυτῆρα καινῷ καινὸν ἐν πεπλώματι», Σοφ.) 2. φρ. «Καινή Διαθήκη» (σε αντιδιαστολή με την Παλαιά Διαθήκη) το βιβλίο που περιέχει τα ιερά βιβλία τής… …
4καινά — καινός new neut nom/voc/acc pl καινά̱ , καινός new fem nom/voc/acc dual καινά̱ , καινός new fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5καινότερον — καινός new adverbial comp καινός new masc acc comp sg καινός new neut nom/voc/acc comp sg …
6καινοτέραις — καινός new fem dat comp pl καινοτέρᾱͅς , καινός new fem dat comp pl (attic) …
7καινοτέρων — καινός new fem gen comp pl καινός new masc/neut gen comp pl …
8καινοτέρως — καινός new adverbial comp καινός new masc acc comp pl (doric) …
9καινόν — καινός new masc acc sg καινός new neut nom/voc/acc sg …
10καινότατα — καινός new adverbial superl καινός new neut nom/voc/acc superl pl …