καινοῖ
1καινοῖ — καινέω pres opt act 3rd sg (attic epic doric) καινόω make new pres ind mp 2nd sg καινόω make new pres opt act 3rd sg καινόω make new pres ind act 3rd sg …
2καινοί — καινός new masc nom/voc pl καινόω make new pres subj mp 2nd sg καινόω make new pres ind mp 2nd sg καινόω make new pres subj act 3rd sg …
3ДИОНИС — • Dionysus, Διόνυσος, Διώνυσος, Βάκχος, Bacchus, Liber, Вакх, сын Зевса и Семелы (Ноm. Il. 14, 325), бог вина и виноделия, посредством вина веселящий сердце человека (χάρμα βροτοι̃σιν) и прогоняющий заботы и страдания (Λυαι̃ος,… …
4CHARME seu CARME — CHARME, seu CARME mater Britomartis, ex Iove. Diodor. Sic. l. 5. Βριτόμαρτιν δὲ, τὴν προσαγορευ ομένην Δίκτυνναν, μυθολογοῦσι γενέςθαι μεν εν Καινοῖ τῆς Κρήτης ἐκ Διὸς καὶ Χάρμης. Meminit eiusdem Scriptor Ceiris: item Pausan. cuius verba ad… …
5Καϊνίτες — Μέλη θρησκευτικής αίρεσης του 2ου και του 3ου αι. μ.Χ. Τιμούσαν τον Κάιν και όλους όσοι θεωρούνταν ασεβείς στην Παλαιά Διαθήκη καθώς επίσης τον Ιούδα τον Ισκαριώτη της Καινής Διαθήκης. Οι Κ. πίστευαν ότι ο Κάιν ήταν η προσωποποίηση της σοφίας και …