καθ-ιζάνω

  • 1μεθιζάνω — (Α) τοποθετώ κάτι σε άλλο σημείο, μετατοπίζω, μεταθέτω, μεταφυτεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἱζάνω (πρβλ. καθ ιζάνω)] …

    Dictionary of Greek