καθᾰριότης
1καθαριότης — cleanly fem nom sg …
2καθαρειότης — καθαριότης cleanly fem nom sg (ionic) …
3καθαρειότησι — καθαριότης cleanly fem dat pl (ionic) …
4καθαρειότητα — καθαριότης cleanly fem acc sg (ionic) …
5καθαρειότητι — καθαριότης cleanly fem dat sg (ionic) …
6καθαρειότητος — καθαριότης cleanly fem gen sg (ionic) …
7καθαριότητα — καθαριότης cleanly fem acc sg …
8καθαριότητι — καθαριότης cleanly fem dat sg …
9καθαριότητος — καθαριότης cleanly fem gen sg …
10чистота — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. ἡ καθαριότης) чистота, опрятность; праведность; (ἡ… …
Страницы
- 1
- 2