καθυπέρτατος
1κατυπερτάτῃ — καθυπέρτατος fem dat sg (attic epic ionic) …
2καθυπέρτερος — καθυπέρτερος, έρα, ον, ιων. τ. κατυπέρτερος, έρη, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται πάνω από άλλον, υπέρτερος 2. μτφ. ο πολύ ανώτερος, αυτός που επικρατεί, αυτός που υπερέχει («θεοῡ δ ἒτι ἰσχὺς καθυπερτέρα», Αισχύλ.) 3. (για αστέρες ή αστερισμούς)… …
3καθυπερτάταν — καθυπερτάτᾱν , καθυπέρτατος fem acc sg (doric aeolic) …