καθιστός

  • 1καθιστός — ή, ό [καθίζω] 1. καθήμενος, καθισμένος, αυτός που κάθεται 2. (για πάσσαλο, δοκάρι κ.λπ.) ο μπηγμένος κάπου κάθετα …

    Dictionary of Greek

  • 2καθιστός — ή, ό επίρρ. ά καθισμένος: Δε μιλούν καθιστοί στους ανωτέρους …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 3κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …

    Dictionary of Greek

  • 4Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… …

    Dictionary of Greek

  • 5Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… …

    Dictionary of Greek

  • 6Ντακότα — Φυλή Ινδιάνων των μεγάλων λειμώνων (prairies) που ήταν άλλοτε εγκαταστημένοι στη μεταξύ του Ερυθρού Ποταμού (Red River) και Μισισιπή (ΗΠΑ). Στην περιοχή αυτή ζούσαν σε νομαδική κατάσταση και τρέφονταν από το κυνήγι, τη συλλογή καρπών και μια… …

    Dictionary of Greek

  • 7ακάθιστος — η, ο (Μ ἀκάθιστος, ον) (MN) 1. αυτός που παραμένει όρθιος γιατί δεν βρίσκει θέση ή δεν τού επιτρέπουν να καθίσει 2. αυτός που μετακινείται συνεχώς 3. ο Ακάθιστος βλ. Ακάθιστος Ύμνος νεοελλ. 1. ο ακούραστος, ο άοκνος 2. (για πράγματα) αυτό που δεν …

    Dictionary of Greek

  • 8ακαρέκλιαστος — (για κληρικό) εκείνος που δεν θάβεται καθιστός σε καρέκλα, αλλά ξαπλωμένος σε φέρετρο, όπως οι λαϊκοί …

    Dictionary of Greek

  • 9ανακαθέζομαι — ἀνακαθέζομαι (Μ) σηκώνομαι και μένω καθιστός στο κρεβάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + καθέζομαι] …

    Dictionary of Greek

  • 10γιόγκα — Ένα από τα έξι ορθόδοξα συστήματα της ινδικής φιλοσοφίας, κατά το οποίο, μαζί με τις θεωρητικές απόψεις, κατέχει πρωταρχική σπουδαιότητα η τεχνική για την κυριαρχία του πνεύματος και του σώματος. Ο όρος γ. προέρχεται από τη σανσκριτική λέξη yuj,… …

    Dictionary of Greek