καθικνεῖτο

  • 1καθικνεῖτο — καθικνέομαι come down to pres opt mp 3rd sg (epic ionic) καθῑκνεῖτο , καθικνέομαι come down to imperf ind mp 3rd sg (attic epic) καθικνέομαι come down to pres opt mp 3rd sg (epic ionic) καθικνέομαι come down to imperf ind mp 3rd sg (attic epic)… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2καθικνούμαι — καθικνοῡμαι, έομαι (Α) (αποθ. ρ.) 1. μτφ. καταλαμβάνω, βρίσκω, αγγίζω («ἐπεί με καθίκετο πένθος ἄλαστον», Ομ. Οδ.) 2. πλήττω («μέσον κάρα διπλοῑς κέντροισί μου καθίκετο», Σοφ.) 3. φθάνω σε κάτι, επιτυγχάνω, κατορθώνω («ταχέως καθικνεῑτο τῆς… …

    Dictionary of Greek