καθησυχάζω
1καθησυχάζω — καθησυχάζω, καθησύχασα, καθησυχασμένος βλ. πίν. 35 …
2καθησυχάζω — (Α καθησυχάζω) ηρεμώ, γίνομαι γαλήνιος και ατάραχος, καταπραΰνομαι (α. «καθησύχασε μόλις άκουσε τα νέα» β. «ἐπεὶ δέ ποτε καθησύχασαν, οὕτω πως ἤρξατο τοῡ λέγειν», Πολ.) νεοελλ. κάνω κάποιον να ησυχάσει, καταπραΰνω, μαλακώνω, ξαναδίνω σε κάποιον… …
3καθησυχάζω — καθησύχασα, καθησυχασμένος 1. ησυχάζω κάποιον, κάνω κάποιον να βρει την ησυχία του: Ήταν πολύ αναμμένος, αλλά τον καθησύχασα. 2. ηρεμώ, καταπραΰνομαι: Ύστερα απ αυτές τις υποσχέσεις καθησύχασα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4καθησυχασάντων — καθησυχάζω aor part act masc/neut gen pl καθησυχάζω aor imperat act 3rd pl …
5καθησυχάζει — καθησυχάζω pres ind mp 2nd sg καθησυχάζω pres ind act 3rd sg …
6καθησυχάσομαι — καθησυχάζω aor subj mid 1st sg (epic) καθησυχάζω fut ind mid 1st sg …
7καθησύχαζε — καθησυχάζω pres imperat act 2nd sg καθησυχάζω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …
8καθησυχασθέντων — καθησυχάζω aor part pass masc/neut gen pl …
9καθησυχάζειν — καθησυχάζω pres inf act (attic epic) …
10καθησυχάσαντες — καθησυχάζω aor part act masc nom/voc pl …