καθημερινός
1καθημερινός — και καθημερνός και καθεμερνός ή, ό (AM καθημερινός, ή, όν) 1. αυτός που γίνεται κάθε μέρα (α. «καθημερινές ασχολίες» β. «καθημερινά γυμνάσια», Αιλ.) 2. αυτός που επαναλαμβάνεται κάθε μέρα, συνηθισμένος («αυτό το βάσανο έγινε πια καθημερινό»)… …
2καθημερινός — καθημέριος day by day masc nom sg καθημερινός day by day masc nom sg …
3καθημερινός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που γίνεται κάθε μέρα, ημερήσιος: Μας ταλαιπωρούν οι καθημερινές ασχολίες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4καθημερινά — καθημέριος day by day neut nom/voc/acc pl καθημερινά̱ , καθημέριος day by day fem nom/voc/acc dual καθημερινά̱ , καθημέριος day by day fem nom/voc sg (doric aeolic) καθημερινός day by day neut nom/voc/acc pl καθημερινά̱ , καθημερινός day by day… …
5επιούσιος — α, ο (AM ἐπιούσιος, ον) 1. ο επαρκής για την κάθε μέρα (άρτος), ο αναγκαίος, ο καθημερινός («τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῑν σήμερον», ΚΔ) κατά τον Ωριγένη η λ. «ἔοικε πεπλάσθαι ὑπὸ τῶν εὐαγγελιστῶν» 2. (το αρσ. ως ουσ. κατά παράλειψη τού… …
6ημερήσιος — Ο καθημερινός, αυτός που διαρκεί μία ημέρα.η. διάταξη. Το σύνολο των ζητημάτων που πρόκειται να συζητηθούν από ένα σώμα, ιδιαίτερα νομοθετικό, μία ορισμένη ημέρα. η. κίνηση του ουρανού.Η περιστροφή της ουράνιας σφαίρας μέσα σε 24 ώρες ή… …
7καθημερούσιος — α, ο (Μ καθημερούσιος, ον) 1. ο καθημερινός 2. (το ουδ. ως επίρρ.) καθημερούσιο(ν) καθημερινά. επίρρ... καθημερούσιως (Μ) καθημερινά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἡμερ ούσιος «καθημερινός»] …
8καθημερινῶν — καθημέριος day by day fem gen pl καθημέριος day by day masc/neut gen pl καθημερινός day by day fem gen pl καθημερινός day by day masc/neut gen pl …
9καθημερινόν — καθημέριος day by day masc acc sg καθημέριος day by day neut nom/voc/acc sg καθημερινός day by day masc acc sg καθημερινός day by day neut nom/voc/acc sg …
10повьседьниныи — (1*) пр. Постоянный: повсед҃ниныѧ же бѣды ѥлико приѥмлемъ съгрѣшающа. (καϑημερινος) ПНЧ к. XIV, 83в …