Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

καθημερινά

См. также в других словарях:

  • καθημερινά — καθημέριος day by day neut nom/voc/acc pl καθημερινά̱ , καθημέριος day by day fem nom/voc/acc dual καθημερινά̱ , καθημέριος day by day fem nom/voc sg (doric aeolic) καθημερινός day by day neut nom/voc/acc pl καθημερινά̱ , καθημερινός day by day… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθημερινάς — καθημερινά̱ς , καθημέριος day by day fem acc pl καθημερινά̱ς , καθημερινός day by day fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθημερινός — και καθημερνός και καθεμερνός ή, ό (AM καθημερινός, ή, όν) 1. αυτός που γίνεται κάθε μέρα (α. «καθημερινές ασχολίες» β. «καθημερινά γυμνάσια», Αιλ.) 2. αυτός που επαναλαμβάνεται κάθε μέρα, συνηθισμένος («αυτό το βάσανο έγινε πια καθημερινό»)… …   Dictionary of Greek

  • ήμαρ — ἦμαρ, δωρ. και αρκ. τ. ἆμαρ, τὸ (Α) 1. η ημέρα («νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. (ως επίρρ.) ἦμαρ κατά τη διάρκεια τής ημέρας 3. φρ. α) «μέσον ἦμαρ» μεσημέρι β) «δείελον ἦμαρ» δειλινό γ) «ἐπ ἤματι» i) καθημερινά ii) κατά το διάστημα τής ημέρας… …   Dictionary of Greek

  • εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… …   Dictionary of Greek

  • καθημερούσιος — α, ο (Μ καθημερούσιος, ον) 1. ο καθημερινός 2. (το ουδ. ως επίρρ.) καθημερούσιο(ν) καθημερινά. επίρρ... καθημερούσιως (Μ) καθημερινά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἡμερ ούσιος «καθημερινός»] …   Dictionary of Greek

  • αστική οικολογία — Κλάδος της οικολογίας που εξετάζει τις οικολογικές σχέσεις οι οποίες αναπτύσσονται στο εσωτερικό των μεγάλων πόλεων, όπως επίσης και τις αντίστοιχες σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στις πόλεις και τον χώρο που τις περιβάλλει. Η χωριστή… …   Dictionary of Greek

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

  • Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Μερτζ, Μάριο — (Mario Merz, Μιλάνο 1925 –). Ιταλός εικαστικός καλλιτέχνης. Μεγάλωσε στο Τορίνο, όπου και ξεκίνησε σπουδές ιατρικής, τις οποίες εγκατέλειψε γρήγορα. Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου εντάχθηκε στο αντιφασιστικό κίνημα και συνελήφθη το 1945,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»