καθημέραν

  • 1καθημέραν — και καθ ήμέραν (AM) επίρρ. καθημερινά, κάθε μέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. «καθ ἡμέραν»] …

    Dictionary of Greek

  • 2на — 1 (на50000) предл. I. С вин. п. 1.Употребляется при обозначении предмета, на поверхность которого направлено действие, движение с целью расположения, размещения кого л., чего л. на нем: платити... ѿ капи. и ѿ всѧкого вѣснаго товара. что кладѹть… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 3καθημεροθύτης — καθημεροθύτης, ὁ (Α) επιγρ. ο τακτικός ιερέας, σε κάποιο ναό. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθημέραν + θύτης (< θύω (Ι))] …

    Dictionary of Greek

  • 4ολοκαρπώ — ὁλοκαρπῶ, όω (Α) [ολόκαρπος] 1. προσφέρω πλήρη θυσία 2. παθ. όλοκαρποῡμαι, όομαι (για θυσία που γίνεται στους θεούς ή στον θεό) προσφέρομαι ολόκληρος («θυσίαι αὐτοῡ ὁλοκαρπωθήσονται καθημέραν ἐνδελεχῶς», ΠΔ) …

    Dictionary of Greek