καθεύδω
91ἐνεκάθευδον — ἐν καθεύδω lie down to sleep imperf ind act 3rd pl ἐν καθεύδω lie down to sleep imperf ind act 1st sg …
92ἐπικαθεύδει — ἐπί καθεύδω lie down to sleep pres ind mp 2nd sg ἐπί καθεύδω lie down to sleep pres ind act 3rd sg …
93ἐπικαθεύδοντα — ἐπί καθεύδω lie down to sleep pres part act neut nom/voc/acc pl ἐπί καθεύδω lie down to sleep pres part act masc acc sg …
94ἐπικαθεύδουσι — ἐπί καθεύδω lie down to sleep pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπί καθεύδω lie down to sleep pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …
95ὑπερκαθεύδοντα — ὑπέρ καθεύδω lie down to sleep pres part act neut nom/voc/acc pl ὑπέρ καθεύδω lie down to sleep pres part act masc acc sg …
96почиваю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} глаг. 1) (ἀναπαύομαι) покоюсь, отдыхаю; успокаиваюсь, освобождаюсь …
97κατεύδω — (Α) κωμ. βαρβαρισμός στον Αριστοφ. αντί καθεύδω* …
98ους — το (ΑΜ οὖς, ὠτός, Α επικ. τ. και οὖας, οὔατος, και δωρ. τ. ὦς) 1. μέλος τού σώματος, όργανο τής ακοής, το αφτί (α. «αἲ γὰρ δή μοι ἀπ οὔατος ὧδε γένοιτο», Ομ. Ιλ. β. «καὶ ἀφεῑλεν αὐτοῡ τὸ οὖς τὸ δεξιόν», ΚΔ) 2. (συνεκδ. με ρ. σε φρ.) η αίσθηση τής …
99παρακαθεύδω — Α 1. (για σκύλο) κοιμάμαι κοντά, δίπλα σε κάποιον 2. (για πρόσ.) αγρυπνώ κοντά σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + καθεύδω «κοιμάμαι»] …
100προκαθεύδω — Α 1. κοιμάμαι προηγουμένως ή κοιμάμαι πρώτος 2. κοιμάμαι αντί για άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καθεύδω «κοιμάμαι»] …