καθεκτῶν

  • 1καθεκτῶν — καθέκτης trap door masc gen pl καθεκτός to be held back fem gen pl καθεκτός to be held back masc/neut gen pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2θυρίδιο — το (Μ θυρίδιον) μικρή θύρα νεοελλ. ναυτ. μικρή τετράγωνη δίοδος διά μέσου τών καθεκτών, η τρύπα τού κουθουσιού μσν. 1. η πύλη τού αγίου βήματος 2. είσοδος, έμπασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. μαχαιρ ίδιον, χοιρ ίδιον)] …

    Dictionary of Greek

  • 3καθεκτός — καθεκτός, ή, όν (Α) 1. αυτός που επιδέχεται αναχαίτιση, δεκτικός συγκράτησης, εμποδιζόμενος, αναχαιτιζόμενος («θρασὺς καὶ βδελυρὸς οὐδὲ καθεκτός», Δημοσθ.) 2. δεκτικός κατοχής («τῶν πραγμάτων οὐκέτι πολλοῑς ὄντων καθεκτῶν» επειδή η εξουσία δεν… …

    Dictionary of Greek