καθίσταται καὶ ἠρεμίζεται

  • 1ηρεμίζω — (Α ἠρεμίζω) [ηρέμα]·1. φέρω κάτι σε ηρεμία, καθησυχάζω κάτι 2. ηρεμώ, είμαι ήρεμος, ησυχάζω αρχ. παθ. ἠρεμίζομαι είμαι ήσυχος («καθίσταται καί ἠρεμίζεται», Αριστοτ.) …

    Dictionary of Greek