καθάρσιος
1Καθάρσιος — cleansing masc nom sg …
2καθάρσιος — ο (AM καθάρσιος, ον) 1. αυτός που καθαρίζει, που λυτρώνει από ενοχή, μίασμα ή κακούργημα, εξαγνιστικός (α. «μολεῑν καθαρσίῳ ποδί», Σοφ. β. «φόνου δὲ τοῡδ ἐγὼ καθάρσιος», Αισχύλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το καθάρσιο(ν) καθαρτικό, φάρμακο που προκαλεί… …
3καθάρσιος — κάθαρσις cleansing fem gen sg (epic doric ionic aeolic) καθάρσιος cleansing masc/fem nom sg …
4καθαρσίως — καθάρσιος cleansing adverbial καθάρσιος cleansing masc/fem acc pl (doric) …
5καθάρσιον — καθάρσιος cleansing masc/fem acc sg καθάρσιος cleansing neut nom/voc/acc sg …
6καθαρσιώτερα — καθάρσιος cleansing neut nom/voc/acc comp pl …
7Καθαρσίοις — Καθάρσιος cleansing masc dat pl …
8καθαρσίοις — καθάρσιος cleansing masc/fem/neut dat pl …
9Καθαρσίοισι — Καθάρσιος cleansing masc dat pl (epic ionic aeolic) …
10καθαρσίοισι — καθάρσιος cleansing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …