καθάρσιος
31οπλοκαθάρσιον — ὁπλοκαθάρσιον, τὸ (Α) οπλοκαθαρμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + καθάρσιος, ον] …
32Καθαρσίωι — Καθαρσίῳ , Καθάρσιος cleansing masc dat sg …
33καθαρσίωι — καθαρσίῳ , καθάρσιος cleansing masc/fem/neut dat sg …
34καθαρσίων — κάθαρσις cleansing fem gen pl (epic doric ionic aeolic) καθάρσιος cleansing masc/fem/neut gen pl …
35Καθάρσι' — Καθάρσιε , Καθάρσιος cleansing masc voc sg …
36καθάρσιε — κάθαρσις cleansing fem nom/voc/acc dual (epic doric ionic aeolic) καθάρσιος cleansing masc/fem voc sg …
Страницы