καδμηίς
1Καδμηίς — the Cadmeans fem nom sg …
2Καδμηίδα — Καδμηίς the Cadmeans fem acc sg …
3Καδμηίδας — Καδμηίς the Cadmeans fem acc pl …
4Καδμηίδες — Καδμηίς the Cadmeans fem nom/voc pl …
5Καδμηίδι — Καδμηίς the Cadmeans fem dat sg …
6Καδμηίδος — Καδμηίς the Cadmeans fem gen sg …
7καδμείος — α, ο (Α καδμεῑος, εία, ον, ιων. τ. καδμήιος, ίη, ον, θηλ. και καδμηίς, ίδος, ποιητ. τ. καδμέιος [Κάδμος] 1. αυτός που προέρχεται από τον Κάδμο ή ανήκει ή αναφέρεται στον Κάδμο, τον θεμελιωτή τών αρχαίων Θηβών 2. φρ. α) «καδμήια γράμματα» οι… …