καββαλικός
1καββαλικός — καββαλικός, ή, όν (Α) (λακων. τ.) 1. καταβλητικός* 2. (για παλαιστή) ικανός, άξιος να καταβάλει τον αντίπαλό του 3. (το συγκρ.) μτφ. καββαλικώτερος προθυμότερος να υποσκελίσει τον πλησίον του 4. το θηλ. ως ουσ. ἡ καββαλικὴ (ενν. τέχνη) η τέχνη… …
2καββαλικώτερον — καββαλικός good at throwing adverbial comp καββαλικός good at throwing masc acc comp sg καββαλικός good at throwing neut nom/voc/acc comp sg …
3καββαλικήν — καββαλικός good at throwing fem acc sg (attic epic ionic) …
4καββαλικώτερος — καββαλικός good at throwing masc nom comp sg …
5κάβαξ — κάβαξ, ὁ (Α) πανούργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καββαλικός, πιθ. με μακρό ᾱ (κάβᾱξ), πρβλ. φένᾱξ] …