καί περ

  • 31Χαλκιόπουλος, Παναγιώτης — (; – περ. μετά το 1880). Ζακύνθιος δημοσιογράφος και πολιτικός, που γεννήθηκε στις αρχές του 19ου αι. Τα πρώτα γράμματα διδάχτηκε στην πατρίδα του και μετά φοίτησε στην Ιόνιο Ακαδημία της Κέρκυρας. Όταν κυβερνήτης ήταν ο Καποδίστριας, προσλήφτηκε …

    Dictionary of Greek

  • 32εντρέπομαι — και (α)ντρέπομαι και ντρέπουμαι (AM ἐντρέπομαι, Α και ἐντρέπω, Μ και (ἀ)ντρέπομαι και ντρέπουμαι) 1. νιώθω ντροπή για τον εαυτό μου ή για λογαριασμό άλλου, συστέλλομαι, ντροπιάζομαι, καταντροπιάζομαι («ντρέπομαι να τόν δω» «ντρέπομαι για… …

    Dictionary of Greek

  • 33προκαθίζω — και ιων. τ. προκατίζω Α 1. (για πουλιά) πετώ λίγο προς τα εμπρός και έπειτα κάθομαι («κλαγγηδὸν προκαθιζόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κάθομαι ενώπιον τού δήμου και δικάζω («ἔνθα περ πρότερον προκατίζων ἐδίκαζε», Ηρόδ.) 3. προΐσταμαι, προεδρεύω 4.… …

    Dictionary of Greek

  • 34ταλάφρων — και ταλαίφρων και ταλασίφρων, ονος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που μπορεί να υπομείνει πολλές ταλαιπωρίες, που αντέχει στις δυσκολίες, καρτερικός 2. στον τ. ταλασίφρων, συν. ως προσωνυμία τού Οδυσσέως) καρτερόψυχος («ἐφόβησε ταλάφρονά περ πολεμιστήν», Ομ.… …

    Dictionary of Greek

  • 35Ίων o Χίος — (περ. 480 – 421 π.Χ.).Τραγικός ποιητής, ιστορικός και φιλόσοφος. Από το εκτεταμένο έργο του σώθηκαν μερικά μόνο αποσπάσματα. Οι Αλεξανδρινοί τον κατατάσσουν τέταρτο στον κανόνα μετά τους τρεις μεγάλους τραγικούς. Πολύ νέος εγκαταστάθηκε στην… …

    Dictionary of Greek

  • 36ογκώνω — και ογκώ (ΑΜ ὀγκῶ, όω) [όγκος (Ι)] αυξάνω τον όγκο, εξογκώνω, διογκώνω, φουσκώνω, διαστέλλω (α. «το βαρημένον στήθος του ογκούται», Βαλαωρ. β. «τὸ πνεῡμα τὰς φλέβας ὀγκοῑ», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. πρήζομαι από πολυφαγία («όγκωσα και δεν μπορώ να… …

    Dictionary of Greek

  • 37όθι — και όθε (Α ὅθι) (ποιητ. τ.) (επίρρ) νεοελλ. 1. οπουδήποτε, όπου («όθι βρεθώ κι όθι σταθώ τον πόνο μου θα λέω») 2. από όπου («όθε βγήκε ο λόγος») αρχ. όπου («ἐν ποταμῷ, ὅθι περ Τρῶας κεράϊζε καὶ ἄλλους», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αναφ. αντων. ὅς, ἥ …

    Dictionary of Greek

  • 38Ιμπν Κουζμάν — (περ. 1080 – 1160). Άραβας ποιητής, ισπανικής καταγωγής. Δημιούργησε νέα μορφή ποίησης, το ζαγιάλ (μελωδία), ενώ οι στίχοι που περιλαμβάνονται στο βιβλίο των ποιημάτων του (Ντιβάν) είναι γραμμένοι στην αραβική δημοτική διάλεκτο και διακρίνονται… …

    Dictionary of Greek

  • 39Καφρίτσας, καπετάν Κώστας — (; – περ. 1780). Αρματολός από την Ευρυτανία. Είχε το αρματολίκι του Καρπενησίου, αλλά το 1780 δεν θέλησε να αναγνωρίσει τον Αλή πασά ως δερβέναγα και προκάλεσε την οργή του. Τότε ο τελευταίος έστειλε τον Γιουσούφ Αράσκι εναντίον του. Έγιναν… …

    Dictionary of Greek

  • 40Φουκέ, Ζαν — (περ. 1420 – 1477 ή 1481). Γάλλος ζωγράφος. Το 1442 ζωγράφισε την προσωπογραφία του Καρόλου Z’ και τον επόμενο χρόνο εκείνη του πάπα Ευγένιου Δ’. Η ζωγραφική του χωρίζεται σε δύο περιόδους: η πρώτη είναι επηρεασμένη από τον φλαμανδικό ρεαλισμό… …

    Dictionary of Greek