καί περ

  • 21πέλω — και, μέσ., πέλομαι Α 1. βρίσκομαι σε κίνηση, κινούμαι, κατευθύνομαι («ἠύτε περ κλαγγὴ γεράνων πέλει οὐρανόθι πρό» κινείται, ανυψώνεται προς τον ουρανό, Ομ. Ιλ.) 2. (κυριολ. και μτφ.) επέρχομαι («γῆρας καὶ θάνατος ἐπ ἀνθρώποισι πέλονται» γηρατειά… …

    Dictionary of Greek

  • 22Ιωάννης ο Βαπτιστής ή ο Πρόδρομος — (περ. 5 π.Χ. – 27; μ.Χ.).Άγιος και προφήτης της χριστιανικής Εκκλησίας. Ήταν γιος του Ζαχαρία και της Ελισάβετ. Πολύ σύντομα αποσύρθηκε στην έρημο, όπου έμεινε έως το 15o έτος της βασιλείας του Τιβέριου, διάγοντας ασκητική ζωή και κηρύσσοντας την …

    Dictionary of Greek

  • 23Κριτίας — (περ. 460 – 403 π.Χ.). Αθηναίος πολιτικός, ποιητής και φιλόσοφος. Γόνος παλαιάς οικογένειας ευγενών, μαθητής των σοφιστών και του Σωκράτη, αναμείχθηκε στα πολιτικά πράγματα της Αθήνας και το 415 φυλακίστηκε για μικρό χρονικό διάστημα, επειδή… …

    Dictionary of Greek

  • 24Αρχύτας ο Ταραντίνος — (περ. 430 – 350 π.Χ.).Πυθαγόρειος φιλόσοφος, μαθηματικός, αστρονόμος και πολιτικός. Θεωρείται πνευματικός αρχηγός του νεότερου πυθαγορισμού. Εξέχουσα πολιτική φυσιογνωμία, υπήρξε για πολλά χρόνια προεστός και διετέλεσε επτά φορές στρατηγός της… …

    Dictionary of Greek

  • 25Ιεζεκιήλ — (περ. 620 π.Χ. – ;). Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν ο τρίτος από τους μεγάλους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Καταγόταν από ιερατική οικογένεια και ήταν γιος του Βουζεί. Γύρω στο 597 π.Χ. αιχμαλωτίστηκε από τον Ναβουχοδονόσορ μαζί με τον βασιλιά Ιωακείμ… …

    Dictionary of Greek

  • 26Βαρδάνιος ή Φιλιππικός — (περ. 670 ;). Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (711 713) και γιος του πατρικίου Νικηφόρου. Κατά τον Θεοφάνη, γεννήθηκε περίπου το 670 και ήταν εξελληνισμένος Αρμένιος, που πήρε το ελληνικό όνομα Φιλιππικός. Ενώ όμως έγινε ορθόδοξος, στη συνείδησή του… …

    Dictionary of Greek

  • 27Δαμασκηνός, Μιχαήλ — (περ. 1530 – 1592;). Κρητικός ζωγράφος φορητών εικόνων. Εργάστηκε στο Ηράκλειο (έως το 1574 και μετά το 1584), στη Βενετία (1574 82) και στην Κέρκυρα (1582 84). Ξεχώρισε από τους σύγχρονούς του, Κρητικούς και άλλους, με τον πλούτο της παραγωγής… …

    Dictionary of Greek

  • 28Τριβωνιανός — (; – περ. 545). Βυζαντινός νομομαθής, που έζησε τον 6o αι. Καταγόταν από την Παμφυλία και αναγορεύτηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό μάγιστρος, ύπατος και κοιαίστωρ. Ο Τ. πήρε μέρος στη σύνταξη του Codex juris civilis και διετέλεσε πρόεδρος των …

    Dictionary of Greek

  • 29Ξανθόπουλος, Νικηφόρος — (περ. α’ μισό 14ου αι. μ.Χ.). Βυζαντινός ιστορικός, ποιητής και θεολόγος. Επονομαζόταν Κάλλιστος. Ελάχιστα βιογραφικά του στοιχεία είναι γνωστά. Φαίνεται πάντως ότι έζησε στην Κωνσταντινούπολη και ήταν ίσως πρεσβύτερος στον ναό της Αγίας Σοφίας.… …

    Dictionary of Greek

  • 30Ατίσα — (περ. 980 – 1052). Ινδός θεολόγος και μοναχός. Γεννήθηκε στη Βεγγάλη, όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Ανήκε σε οικογένεια ευγενών και μυήθηκε από μικρός στον βουδισμό, τον οποίο υπηρέτησε με πίστη και αφοσίωση. Το 1040 ηγήθηκε ιερατικής… …

    Dictionary of Greek