καίτοι τί φημι

  • 1καίτοι — (AM καίτοι ή καί τοι) (εναντ. σύνδ.) αν και, μολονότι («καίτοι τού τηλεφώνησα δεν ήλθε») αρχ. 1. και όμως, παρ όλα αυτά («καίτοι τί φημι;», Αισχύλ.) 2. και βέβαια, και αληθινά («καὶ σύ τοι παίδων πατὴρ πέφυκας», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < και (Ι) +… …

    Dictionary of Greek