καίτοι γ

  • 11Ίωνες — Ένα από τα τέσσερα ελληνικά φύλα, το οποίο περιλάμβανε είτε τους Έλληνες της Αττικής και της Εύβοιας είτε τους αποίκους εκείνους οι οποίοι περίπου στα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. εγκαταστάθηκαν στις ακτές της Μικράς Ασίας μεταξύ των κοιλάδων του… …

    Dictionary of Greek

  • 12α καπέλα — (ιταλ. a cappella ή συχνά και a capella, καίτοι η ορθογραφία αυτή είναι εσφαλμένη, δηλ. «όπως σε παρεκκλήσιο») (Μουσ.) έκφραση που σήμερα χαρακτηρίζει τη χορωδιακή μουσική ή κατ άλλη εκδοχή κάθε φωνητική μουσική χωρίς οργανική συνοδεία είτε η… …

    Dictionary of Greek

  • 13αίσχος — το (Α αἶσχος) 1. αισχύνη, ντροπή 2. ατιμία, κακοήθεια 3. στον πληθ. τα αίσχη άσχημες, επαίσχυντες πράξεις νεοελλ. 1. άσχημος, κακός (με επιθετική προσδιοριστική λειτουργία), π.χ. «αυτός ο πίνακας είναι αίσχος» 2. «αίσχος» (επιφών. αποδοκιμασίας)… …

    Dictionary of Greek

  • 14εξαναπληρώ — ἐξαναπληρῶ, όω (Α) 1. αναπληρώνω τελείως, συμπληρώνω («καίτοι πῶς εἰσι δίκαιοι, ταῡτα μὲν ὕστερον ἐξαναπληροῡν», Δημοσθ.) 2. παθ. ανανεώνομαι («ἐξαναπληροῡται [ὁ φλοιός] πάλιν σχεδὸν ἐν τρισίν ἔτεσιν», Θεόφρ.) …

    Dictionary of Greek

  • 15επίορκος — η, ο (AM ἐπίορκος, ον) αυτός που δίνει ψεύτικους όρκους («καίτοι σφόδρα γ’ εἴσ’ ἐπίορκοι», Αριστοφ.) μσν. νεοελλ. αυτός που πάτησε τον όρκο του («ἐπάτησες τὸν ὅρκο σου... κ’ εἶσαι ἄπιστος, ἐφίορκος, στὸν λιζιόν σου, ἀφέντη», Χρον. Mop.) αρχ. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 16εργάτης — Εκείνος που εργάζεται κυρίως με τα χέρια του και ζει από την αμοιβή αυτής της εργασίας. Οι ε. είναι βασική παραγωγική δύναμη της σύγχρονης κοινωνίας και διακρίνονται σε βοηθητικούς (αυτοί που στην επιχείρηση εξυπηρετούν την κύρια παραγωγή), σε ε …

    Dictionary of Greek

  • 17κήρυκας — ο (ΑΜ κήρυξ και κήρυξ, υκος, Α αιολ. τ. κᾱρυξ, ὁ και σπαν. ἡ) 1. αυτός που κηρύσσει κάτι μεγαλοφώνως στο πλήθος, διαλαλητής, ντελάλης («κήρυκες, Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που διδάσκει ή μεταδίδει με προφορικό ή γραπτό λόγο… …

    Dictionary of Greek

  • 18καίπερ — (AM καίπερ) (σύνδ. εναντ. συν. με μτχ.) αν και, μολονότι, καίτοι (α. «καίπερ χριστιανός, εμίσει... τους ομοθρήσκους του», Παπαδ. β. «καίπερ αὐθάδη φρονῶν», Αισχ. γ. «καὶ νέκυός περ ἐόντος» Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < και (Ι) + βεβαιωτικό μόριο περ] …

    Dictionary of Greek

  • 19και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… …

    Dictionary of Greek

  • 20λέσχη — Ίδρυμα προορισμένο για την επιδίωξη πολιτικών ή κοινωνικών σκοπών, ή για την ψυχαγωγία ατόμων με τα ίδια ενδιαφέροντα, καθώς και το εντευκτήριο του ιδρύματος αυτού. Ιστορία. Η λ. στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα δημόσιο οίκημα με ελεύθερη είσοδο. Στην …

    Dictionary of Greek