καίσαρα

  • 1Καίσαρα — Καῖσαρ elephant masc acc sg Καισάρης masc voc sg Καισάρης masc nom sg (epic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2Καισάρα φέρεις τὴν καισάρσς τύχην. — См. Цезаря везешь! …

    Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • 3Καίσαρ' — Καίσαρα , Καῖσαρ elephant masc acc sg Καίσαρι , Καῖσαρ elephant masc dat sg Καίσαρε , Καῖσαρ elephant masc nom/voc/acc dual Καίσαρα , Καισάρης masc voc sg Καίσαρα , Καισάρης masc nom sg (epic) Καίσαραι , Καισάρης masc nom/voc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4Καισάραι — Καισάρᾱͅ , Καισάρης masc dat sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 5Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …

    Dictionary of Greek

  • 6ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …

    Dictionary of Greek

  • 7Αντώνιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Άγκυρα. Πέθανε με μαρτυρικό τρόπο, μαζί με τους γονείς του Μελάνιππο και Κασίνα, επί Ιουλιανού του Παραβάτη. Η μνήμη του τιμάται στις 7 Νοεμβρίου. 2. Λιθοτόμος. Τον σκότωσε o… …

    Dictionary of Greek

  • 8Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …

    Dictionary of Greek

  • 9Πομπήιος — I Όνομα ρωμαϊκής οικογένειας πληβείων με τρεις διαφορετικούς κλάδους. Το 141 π.Χ. η οικογένεια έγινε «ευγενής». 1. Γναίος Πομπήιος Στράβων. Στρατηγός, που ως ύπατος έκανε επιτυχή εκστρατεία στον Κοινωνικό ή Συμμαχικό Πόλεμο. Ψήφισε τον Πομπήιο… …

    Dictionary of Greek

  • 10νομισματολογία — Η λέξη νόμισμα παράγεται από τη λέξη νόμος και σημαίνει το νόμιμο, δηλαδή το νόμιμο μέτρο των αξιών. Τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν κατά τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, στο βασίλειο της Λυδίας ή στις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας. Ο ακριβής… …

    Dictionary of Greek