Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

καίγομαι

  • 1 обжечься

    Русско-греческий словарь > обжечься

  • 2 гореть

    -рю, -ришь, ρ.δ.
    1. καίγομαι•

    дрова -ят в печке τα καυσόξυλα καίγονται στη θερμάστρα•

    дом -ит το σπίτι καίγεται.

    || καίω, είμαι αναμμένος•

    печка -ит η θερμάστρα καίει•

    лампа -ит η λάμπα καίει (φωτίζει).

    2. φλέγομαι, ψήνομαι•

    ребенок -ит гореть температура 40 το παιδάκι ψήνεται από τον πυρετό, εχει 40 βαθμούς.

    3. κοκκινίζω, ερυθριώ•

    я -рю от стыда κατακοκκινίζω από ντροπή•

    уши -ят τα αυτιά καίνε (κοκκινίζουν)•

    лицо -ит το πρόσωπο καίει (κοκκινίζει).

    4. καταλαμβάνομαι από δυνατό πάθος, αίσθημα, οργή κλπ., ανάβω, φλέγομαι, καίγομαι.
    5. αστράφτω, στραφταλίζω, λάμπω.
    6. σαπίζω, χαλνώ (από υγρασία και μη αερισμό)•

    мокрое сено -ит в стогах το βρεγμένο χόρτο σαπίζει στις θημωνιές.

    7. φθείρομαι, χαλνώ, αχρηστεύομαι(για ενδύματα, υποδήματα).
    8. βγαίνω από το παιγνίδι, καίγομαι.
    εκφρ.
    - ит трава под ногами – φωτιές (σπίθες) βγάζουν (πετούν) τα πόδια του (για ταχύποδα)•
    земля -ит под ногами – κάθεται σ’αναμμένα κάρβουνα (είναι έτοιμος να φύγει, ανυπομονεί να το σκάσει• τρέχει ολοταχώς)•
    не -ит – δεν είναι καμιά βία, δε μας κυνήγα κανένας•
    дело (работаκ.τ.τ.) -ит в руках у кого τον βλέπει η δουλειά και τον φοβάται ή την πιάνει η ζάλη (για δουλευταρά).

    Большой русско-греческий словарь > гореть

  • 3 загореть

    -рю, -ришь, μτχ. παρλθ. χρ. загоревший
    ρ.σ. καίγομαι στον ήλιο, μαυρίζω• κάνω ηλιοθεραπεία•

    у него лицо -ло το πρόσωπό του κάηκε στον ήλιο.

    1. καίγομαι, ΐιαίρνω φωτιά• αρχίζω να καίγομαι•

    дом -лся το σπίτι πήρε φωτιά.

    || ανάβω•

    -лись огни άναψαν φωτιές.

    || μτφ. φλογίζομαι, βγάζω φωτιές, αστράφτω•

    глаза -лись злобой и ненавистью τα μάτια πετούραν φωτιές από κακία και μίσος•

    -лся жаждой мщения άναψε από δίψα εκδίκησης•

    -лся между ними спор άναψε μεταξύ τους η συζήτηση.

    2. μτφ. κοκκινίζω•

    ее лицо -лось стыдом το πρόσωπο της κοπκίνησε από ντροπή.

    εκφρ.
    что это вам -лось? – τι’ βιάζεστε έτσι; (σα να σας καίγεται κάτι).

    Большой русско-греческий словарь > загореть

  • 4 гореть

    1. (поддаваться действию огня) καίω, καίγομαι 2. (давать свет, пламя) φλέγομαι, ανάβω 3. (быть в жару) καίγομαι, ψήνομαι.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гореть

  • 5 перегореть

    1. (испортиться от длительного горения, сильного нагревания) καίγομαι 2. (сгорев полностью, превратиться в пепел, золу) αποτεφρώνομαι 3. (подгореть от продолжительного жаренья) καίγομαι.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перегореть

  • 6 гореть

    гореть καίω, καίγομαι ανάβω (тж. о лампе)
    * * *
    καίω, καίγομαι; ανάβω (тж. о лампе)

    Русско-греческий словарь > гореть

  • 7 сгорать

    сгорать
    несов
    1. καίγομαι·
    2. (расходоваться при горении) λειώνω, καίγομαι·
    3. перен:
    \сгорать от стыда γίνομαι κατακόκκινος ἀπ' τή ντροπή· \сгорать от нетерпения μέ τρώει ἡ ἀνυπομονησία· \сгорать от любопытства μέ τρώει ἡ περιέργεια.

    Русско-новогреческий словарь > сгорать

  • 8 пережаришь

    ρ.σ.μ.
    1. παρατηγανίζω παρακα-βουρδίζω παρατσιγαρίζω•

    пережаришь мясо παρακαβουρδίζω το κρέας•

    пережаришь рыбу παρατηγανίζω ταψάρια.

    2. καβουρδίζω, γιαχνίζω τηγανίζω•

    пережаришь лук с марковкой καβουρδίζω το κρεμμύδι με τα καρότα.

    1. παρατηγαν ίζομαι • παρακαβουρ-δίζομαι κλπ. ρ. μ.
    2. καίγομαΊ•

    пережаришь на солнце καίγομαι στον ήλιο.

    Большой русско-греческий словарь > пережаришь

  • 9 печь

    пеку, печшь, пекут, παρλθ. χρ. пек, пекла
    -ото, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. печенный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.δ.
    1. ψήνω•

    печь хлеб ψήνω ψωμί•

    2. καίω πολύ•

    солнце печт ο ήλιος ψήνει.

    (απρόσ.) καίω.
    ψήνομαι•

    пирог печется η πίτα ψήνεται.

    || θερμαίνομαι, ζεσταίνομαι πολύ• καίγομαι•

    пекусь на солнце καίγομαι στον ήλιο.

    θ.
    θερμάστρα, σόμπα•

    голландская печь ολλανδική θερμάστρα•

    русская печь ρωσική θερμάστρα•

    электрическая печь ηλεκτρική θερμάστρα•

    топить печь ανάβω τη θερμάστρα.

    || κάμινος μεταλλουργική, φούρνος•

    электрическая печь ηλεκτρική κάμινος•

    кузнечная печь καμίνι του σιδερουργού•

    плавильная печь κάμινος τήξης ή χώνευσης•

    обжигательная печь κάμινος ανόπτησης ή αποσκλήρυνσης.

    Большой русско-греческий словарь > печь

  • 10 погореть

    -рю, -ришь
    ρ.σ.
    1. βλ. гореть.
    2. • καίγομαι, πυρπολούμαι• (για όλο, πολύ)•

    деревня -ла το χωριό κάηκε.

    || καταστρέφομαι α-πο την πυρκαγιά, γίνομαι πυροπαθής.
    3. ξηραίνομαι•

    цветы в саду -ли τα λουλούδια στον κήπο κάηκαν.

    4. σαπίζω, ανάβω•

    мокрое сено -ло в стогу το βρεγμένο (υγρό) χόρτο στη θημωνιά σάπισε.

    5. καίγομαι (για ένα χρονικό διάστημα).
    6. μτφ. την παθαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > погореть

  • 11 подгореть

    -ит ρ.σ.
    1. καίγομαι, τσικνιά-ζω•

    жаркое -ло το γιαχνί τσικνιασε•

    пирог -ел η πίτα κάηκε.

    2. καίγομαι στη βάση, από κάτω.

    Большой русско-греческий словарь > подгореть

  • 12 подзагореть

    ρ.σ. (απλ.) καίγομαι λίγο•

    на солнце καίγομαι λίγο στον ήλιο.

    Большой русско-греческий словарь > подзагореть

  • 13 пропечь

    ρ.σ.μ.
    1. καλοψήνω•

    пропечь хлеб καλοψήνω το ψωμί.

    2. καίω υπερβολικά, ψήνω•

    пропечь спинку на солнце καίω τη ράχη στον ήλιο.

    3. ψήνω (για ένα χρον. διάστημα).
    1. ψήνομαι καλά.
    2. καίγομαι, θερμαίνομαι υπερβολικά, ψήνομαι•

    пропечь на солнце καίγομαι στον ήλιο.

    Большой русско-греческий словарь > пропечь

  • 14 выгореть

    1. (сгореть) καίγομαι, αποτεφρώνομαι 2. (выцвести, потерять цвет) ξεθωριάζω, ξεβάφω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выгореть

  • 15 загораться

    эл. αναφλέγομαι, (об огне) παίρνω φωτιά
    αρχίζω να καίγομαι

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > загораться

  • 16 обгорание

    το κάψιμο

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обгорание

  • 17 обжечь

    обжечь, обжигать καίω· ζεματίζω (ошпарить) \обжечься καίγομαι
    * * *
    = обжигать
    καίω; ζεματίζω ( ошпарить)

    Русско-греческий словарь > обжечь

  • 18 гореть

    гор||еть
    несов
    1. καίω, καίγομαι:
    лампа \горетьит ἡ λάμπα καίει, ἡ λάμπα εἶναι ἀναμμένη· дом \горетьи́т τό σπίτι καίγεται· \горетьи́т! (при пожаре) φωτιά!, πυρκαϊά!·
    2. (топиться \гореть о печке) καίω, εἶμαι ἀναμμένος·
    3. (быть в жару) καίω (ἀπ' τόν πυρετό), φλέγομαι:
    голова \горетьит τό μέτωπο καίει·
    4. (сверкать, блестеть) λάμπω, ἀστράφτω, ἀκτινοβολώ, σπινθηροβολώ:
    глаза \горетьят τά μάτια πετάνε σπίθες·
    5. (испытывать сильное чувство) φλέγομαι:
    \гореть желанием φλέγομαι ἀπ' τήν ἐπιθυμία, ἐπιθυμώ διακαώς· ◊ земля \горетьит у него под ногами κάθεται σ' ἀναμμένα κάρβουνα· у нее все \горетьит в руках εἶναι χρυσοχέρα· не \горетьи́т! (не к спеху) разг δέν μᾶς κυνηγάει κανείς, δέν εἶναι βία.

    Русско-новогреческий словарь > гореть

  • 19 жажда

    жажд||а
    ж прям., перен ἡ δίψα:
    \жажда деятельности ἡ δίψα γιά δράση· \жажда знаний ἡ δίψα τής μάθησης· томиться \жаждаой καίγομαι ἀπ'τή δίψα· утолить \жаждау σβήνω τή δίψα, ξεδιψάζω· \жажда власти ἡ δίψα γιά ἐξουσία.

    Русско-новогреческий словарь > жажда

  • 20 обгорать

    обгорать
    несов, обгореть сов καίγομαι, καταστρέφομαι ἀπό πυρκαΐά.

    Русско-новогреческий словарь > обгорать

См. также в других словарях:

  • καίγομαι — 1 → δες καίω 2 κάηκα, καμένος βλ. πίν. 162 Σημειώσεις: καίω, καίγομαι : σπάνια απαντάται η κλίση καίεις, καίο(υ)με, καίετε κτλ. και καίομαι, καίεσαι κτλ. Π.χ. Καίοντας με ξερό θυμάρι τους ανέμους (Ελύτης, σελ. 33) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξαφταίνω — καίγομαι, ανάβω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + ἁφταίνω «καίγομαι» (< ἅφτω / ἅπτω)] …   Dictionary of Greek

  • καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… …   Dictionary of Greek

  • κατατύφομαι — (Α) 1. καίγομαι σιγά σιγά 2. μτφ. πιέζομαι ψυχικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τύφομαι «καίγομαι σιγά σιγά, καπνίζω»] …   Dictionary of Greek

  • λαβρίζω — [λάβρα] 1. έχω υψηλό πυρετό, ψήνομαι στον πυρετό 2. ανάβω, καίγομαι, φλέγομαι 3. έχω φλογερά αισθήματα για κάποιον, φλέγομαι από πόθο ή άλλο έντονο συναίσθημα 4. (μτβ.) καίω, φλέγω 5. μέσ. λαβρίζομαι καίγομαι …   Dictionary of Greek

  • παραπίμπραμαι — Α καίγομαι, φλέγομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πίμπραμαι «καίγομαι»] …   Dictionary of Greek

  • πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… …   Dictionary of Greek

  • προανθρακούμαι — όομαι, Μ καίγομαι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀνθρακοῦμαι «καίγομαι, μεταβάλλομαι σε άνθρακα»] …   Dictionary of Greek

  • φεψαλούμαι — όομαι, ΜΑ [φέψαλος] (ποιητ. τ.) καίγομαι και μετατρέπομαι σε τέφρα, καίγομαι εντελώς αρχ. μτφ. εξουθενώνομαι …   Dictionary of Greek

  • φλέγω — ΝΜΑ 1. καίω με φλόγα, φλογίζω, πυρπολώ («φλέγον ἀκτῖσιν ἥλιος χθόνα», Αισχύλ.) 2. μτφ. εξάπτω, διεγείρω, ανάβω (α. «τόν φλέγει η επιθυμία του» β. «Ἄρεα... ὅς... φλέγει με», Σοφ.) νεοελλ. 1. μέσ. φλέγομαι μτφ. α) κατέχομαι από ζήλο ή από έντονη… …   Dictionary of Greek

  • άπτω — (νεοελλ. άφτω) ἅπτω (AM), άπτομαι (AM ἅπτομαι) ( ω) ανάβω κάτι νεοελλ. 1. ανάβω, καίγομαι 2. ανάβω, εξάπτομαι αρχ. 1. φρ. «χορὸν ἅψωμεν» ας αρχίσουμε τον χορό 2. προσαρμόζω (νέα χορδή στη λύρα) ( ομαι) νεοελλ. 1. έχω κάποια σχέση, πλησιάζω 2. φρ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»