Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κίτρινος

См. также в других словарях:

  • κίτρινος — of the citron tree masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίτρινος — η, ο (AM κίτρινος, ίνη, ον) αυτός που έχει το χρώμα τού κίτρου (α. «σα φύλλο κίτρινο και μαραμένο», Βαλαωρ. β. «κηρωτῇ κιτρίνῃ», Ψελλ.) νεοελλ. 1. ωχρός στην όψη, χλομός 2. το ουδ. ως ουσ. το κίτρινο α) το χρώμα τού κίτρου ή η χρωστική ύλη που… …   Dictionary of Greek

  • κίτρινος — η, ο 1.χλομός, κιτρινιάρης: Είναι πολύ κίτρινος. 2. αυτός που έχει το χρώμα του κίτρου ή του λεμονιού: Το αυτοκίνητό μου είναι κίτρινο. 3. «κίτρινη φυλή», το σύνολο των λαών που έχουν κίτρινη επιδερμίδα. 4. «κίτρινος τύπος», το σύνολο των… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κίτρινος ποταμός — (κινεζ. Χουάνγκ Xo). Ποταμός (4.845 χλμ.) της Κίνας, ο δεύτερος σε μήκος και σε λεκάνη απορροής (745.000 τ. χλμ.) μετά τον Γιανγκτσέ. Ο Κ.π. πηγάζει από το υψίπεδο του Θιβέτ, Ν της οροσειράς Κουνλούν, λίγο πιο ψηλά από τις λίμνες Τσαρίνγκ και… …   Dictionary of Greek

  • κίτρινος πυρετός — Επικίνδυνη για τη ζωή ιογενής νόσος η οποία μεταδίδεται στον άνθρωπο με το δήγμα των κουνουπιών. Στο αρχικό στάδιο χαρακτηρίζεται από πυρετό, πονοκέφαλο και ναυτία. Ύστερα από ολιγοήμερη ύφεση ο πυρετός εμφανίζεται ξανά και συνοδεύεται από ίκτερο …   Dictionary of Greek

  • κίτρινος Τύπος — Γενική ονομασία των λαϊκών σκανδαλοθηρικών εφημερίδων. Ο όρος οφείλεται κατά την επικρατέστερη εκδοχή στο κίτρινο χαρτί που χρησιμοποιούσε η εφημερίδα του είδους Sunday World του Τζ. Πούλιτζερ (1847 1911) και κατ’ άλλη στα σχεδιασμένα με κίτρινο… …   Dictionary of Greek

  • κιτρινιάζω — [κίτρινος] γίνομαι κίτρινος, αποκτώ κίτρινο χρώμα, κιτρινίζω …   Dictionary of Greek

  • κίτρινον — κίτρινος of the citron tree masc acc sg κίτρινος of the citron tree neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιτρινίζω — [κίτρινος] 1. αποκτώ κίτρινο χρώμα 2. δίνω σε κάτι κίτρινο χρώμα, βάφω κίτρινο κάτι …   Dictionary of Greek

  • κιτρίνη — κίτρινος of the citron tree fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιτρίνην — κίτρινος of the citron tree fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»