-
1 κίτρινος
[китринос] εκ. желтый,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κίτρινος
-
2 цвета каления
мет. οι χρωματισμοί οφειλόμενοι σε υψηλές θερμοκρασίεςтемпература θερμοκρασία (°С)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цвета каления
-
3 желтый
желт||ыйприл κίτρινος· ◊ \желтыйая лихорадка ὁ κίτρινος πυρετός· \желтыйая вода мед. τό γλαύκωμα· \желтыйая пресса ὁ κίτρινος τύπος. -
4 жёлтый
επ., βρ: желт, желта, желто κ. желто.1. κίτρινος•-ая краска κίτρινο χρώμα.
2. μτφ. συμφιλιωτικός, υποχωρητικός• προδοτικός•-ая пресса κίτρινος τύπος.
εκφρ.- ая раса – η κίτρινη φυλή•жёлтый билет – (προεπαν.) κίτρινη ταυτότητα πόρνης•жёлтый дом – παλ. ψυχιατρείο•- ая лихорадка – κίτρινος πυρετός. -
5 жёлтый
-
6 бледный
бледн||ыйприл1. χλωμός, ὠχρός, πελιδνός, κίτρινος:\бледныйый как полотно χλωμός σάν τό κερί, κίτρινος σάν τό λεμόνι;2. перен (о стиле и т. ἡ.) ἄχαρο, ὠχρό, ψυχρό[ν] (ύφος). -
7 восковой
восков||ойприл1. κερένιος, κήρινος:\восковойая свеча τό κερί, ἡ λαμπάδα·2. перен (о лице и т. ἡ.) κερένιος, κίτρινος, χλωμός, κίτρινος σάν τό κερί. -
8 цвета пожалости
мет. οι χρωματισμοί οφειλόμενοι σε οξείδιαтемпература θερμοκρασία(°С)260-пурпурный πορφυρόχρωμος, πορφυρούς330-350-светло-серый σταχτόχρωμος/ τεφρόχρουςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > цвета пожалости
-
9 пожелтелый
пожелте||лыйприл κίτρινος, κιτρινωπός, κιτρινισμένος. -
10 жёлтый
[ζόλτυϊ] επ. κίτρινος -
11 жёлтый
[ζόλτυϊ] επ κίτρινος -
12 бледный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно1. χλωμός, ωχρός, κίτρινος.2. μουντός, θαμπός, αμυδρός, μουχρός•-ая луна μουντό φεγγάρι.
3. μτφ. που δεν έχει εκφραστικότητα, πενιχρός. -
13 восковой
επ.κέρινος, -ένιος, κήρινος. || μτφ. χλωμός, ωχρός, κίτρινος (σαν το κερί).εκφρ.-ая спелость ή зрелость – το χρύσωμα των σιτηρών (ωρίμαση). -
14 желтеть
-
15 желтить
-
16 желтушный
επ.της χρυσής• κίτρινος. -
17 песок
-ска (песокску) α.1. άμμος•жлтый κίτρινος άμμος•
мелкий песок λεπτόκοκκος (ψιλός) άμμος•
крупный песок χοντρόκοκκος (χοντρός) άμμος•
морской песок θαλασσινός άμμος•
речной -ποταμίσιος άμμος•
зыбучие -и άμμος που ρέε,• песок формовочный άμμος χυτηρίου.
2. -и, -ов αμμότοπος, αμμώδεις εκτάσεις.3. ζάχαρη ψιλή.εκφρ.сахарный песок – ζάχαρη ψιλή•песок сыплется с кого ή из кого – είναι υπέργηρος, γεροκούσαλο, μπαμπόγερος;•как песок морской ή как (что) -ску морского – σαν τον άμμο της θάλασσας (άπειρος, απειράριθμος)•строить на - – χτίζω στον άμμο (επισφαλώς). -
18 пожелтелый
επ.κίτρινος, -νιασμένος. -
19 пожелтеть
ρ.σ. κιτρινίζω, γίνομαι κίτρινος•листья -ли τα φύλλα κιτρίνισαν.
-
20 яичный
επ.1. του αυγού•-ая скорлупа τσόφλι αυγού•
-ая торговля εμπόριο αυγών.
2. κίτρινος, κροκάτος.
См. также в других словарях:
κίτρινος — of the citron tree masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίτρινος — η, ο (AM κίτρινος, ίνη, ον) αυτός που έχει το χρώμα τού κίτρου (α. «σα φύλλο κίτρινο και μαραμένο», Βαλαωρ. β. «κηρωτῇ κιτρίνῃ», Ψελλ.) νεοελλ. 1. ωχρός στην όψη, χλομός 2. το ουδ. ως ουσ. το κίτρινο α) το χρώμα τού κίτρου ή η χρωστική ύλη που… … Dictionary of Greek
κίτρινος — η, ο 1.χλομός, κιτρινιάρης: Είναι πολύ κίτρινος. 2. αυτός που έχει το χρώμα του κίτρου ή του λεμονιού: Το αυτοκίνητό μου είναι κίτρινο. 3. «κίτρινη φυλή», το σύνολο των λαών που έχουν κίτρινη επιδερμίδα. 4. «κίτρινος τύπος», το σύνολο των… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κίτρινος ποταμός — (κινεζ. Χουάνγκ Xo). Ποταμός (4.845 χλμ.) της Κίνας, ο δεύτερος σε μήκος και σε λεκάνη απορροής (745.000 τ. χλμ.) μετά τον Γιανγκτσέ. Ο Κ.π. πηγάζει από το υψίπεδο του Θιβέτ, Ν της οροσειράς Κουνλούν, λίγο πιο ψηλά από τις λίμνες Τσαρίνγκ και… … Dictionary of Greek
κίτρινος πυρετός — Επικίνδυνη για τη ζωή ιογενής νόσος η οποία μεταδίδεται στον άνθρωπο με το δήγμα των κουνουπιών. Στο αρχικό στάδιο χαρακτηρίζεται από πυρετό, πονοκέφαλο και ναυτία. Ύστερα από ολιγοήμερη ύφεση ο πυρετός εμφανίζεται ξανά και συνοδεύεται από ίκτερο … Dictionary of Greek
κίτρινος Τύπος — Γενική ονομασία των λαϊκών σκανδαλοθηρικών εφημερίδων. Ο όρος οφείλεται κατά την επικρατέστερη εκδοχή στο κίτρινο χαρτί που χρησιμοποιούσε η εφημερίδα του είδους Sunday World του Τζ. Πούλιτζερ (1847 1911) και κατ’ άλλη στα σχεδιασμένα με κίτρινο… … Dictionary of Greek
κιτρινιάζω — [κίτρινος] γίνομαι κίτρινος, αποκτώ κίτρινο χρώμα, κιτρινίζω … Dictionary of Greek
κίτρινον — κίτρινος of the citron tree masc acc sg κίτρινος of the citron tree neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιτρινίζω — [κίτρινος] 1. αποκτώ κίτρινο χρώμα 2. δίνω σε κάτι κίτρινο χρώμα, βάφω κίτρινο κάτι … Dictionary of Greek
κιτρίνη — κίτρινος of the citron tree fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιτρίνην — κίτρινος of the citron tree fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)