κίστη
1κίστη — basket fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2κίστῃ — κίστη basket fem dat sg (attic epic ionic) …
3κίστη — Καλάθι ή κιβώτιο κυλινδρικού σχήματος το οποίο χρησιμοποιούσαν κατά την αρχαιότητα. Η κ. ήταν κατασκευασμένη είτε από κλαδιά πλεγμένα μεταξύ τους είτε από ξύλο ή μέταλλο ή ελεφαντόδοντο. Χρησίμευε για τη φύλαξη λαχανικών, καρπών και άλλων τροφών …
4κίσται — κίστη basket fem nom/voc pl κίστᾱͅ , κίστη basket fem dat sg (doric aeolic) …
5κίσταις — κίστη basket fem dat pl …
6κίστην — κίστη basket fem acc sg (attic epic ionic) …
7κίστης — κίστη basket fem gen sg (attic epic ionic) …
8κιστοφόρος — Ασημένιο νόμισμα πολλών αρχαιοελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας. Στη μία πλευρά του απεικόνιζε τη μυστική διονυσιακή κίστη, απ’ όπου αναπηδούσε ένα φίδι μέσα από ένα στεφάνι φτιαγμένο με κισσό ή δάφνη, και στην άλλη ένα τόξο μέσα στη θήκη του,… …
9κίστας — κίστᾱς , κίστη basket fem acc pl κίστᾱς , κίστη basket fem gen sg (doric aeolic) …
10κίστᾳ — κίσται , κίστη basket fem nom/voc pl κίστᾱͅ , κίστη basket fem dat sg (doric aeolic) …