κίραφος
1κίραφος — κίραφος, ὁ, και λακων. τ. κίρα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) η αλεπού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κίραφος πιθ. < κίδαφος υπό την επίδραση τού κιρρός «κοκκινόξανθος», από το οποίο προήλθε πιθ. ο τ. κίρα. Η σχέση τών τ. κίρα, κίραφος με το επίθ. κιρρός οφείλεται… …
2κίραφος — fox masc nom sg …
3σκίραφος — ὁ, Α 1. κουτί με το οποίο ανακάτευαν και έριχναν τα ζάρια 2. μτφ. απάτη, δόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει προταθεί η σύνδεση τής λ. με τον τ. κίραφος «αλεπού», λόγω τού ερμηνεύματος που παραδίδει ο Ησύχιος στον τ. ἀλωπεκίζω «απατώ». Απίθανη …
4k̂ei-2 — k̂ei 2 English meaning: a kind of dark colour Deutsche Übersetzung: in Farbbezeichnungen, meist for dunkle Farben Note: (see also k̂ē ro ) Material: O.Ind. si ti “white”, sitiŋ g a “whitish”; Gk. κίραφος, κίρα “fox” Hes.,… …