κίλισσα

  • 1Κίλισσα — Κίλισσα, η (Α) 1. θηλ. τού Κίλιξ* 2. ως επίθ. φρ. «Κίλισσαι νέες» πλοία τής Κιλικίας (Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *Κίλικ υă < θ. Κίλικ τού Κίλιξ, ικος) + επίθημα * ya (πρβλ. Φοίνισσα < *Φοίνικ ya)] …

    Dictionary of Greek

  • 2Κίλισσα — Κίλιξ a Cilician fem nom/voc sg Κιλίσσης masc/fem voc sg Κιλίσσης masc/fem nom sg (epic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3-ισσα — (ΑΜ ισσα) αρχικά < * ik yă στα θηλυκά ορισμένων εθνικών ονομάτων (πρβλ. Φοῑνιξ, θηλ. Φοίνισσα < *Φοίνικ yα, Κίλιξ, θηλ. Κίλισσα < *Κίλικ yα). Η κατάλ. ισσα εμφανίζεται σπάνια μέχρι και τους κλασικούς χρόνους είτε ως προϊόν αναλογίας… …

    Dictionary of Greek

  • 4Κίλιξ — Κίλιξ, ικος, ό, θηλ. Κίλιξ και Κίλισσα (Α) 1. ο κάτοικος τής Κιλικίας 2. φρ. «Κίλιξ χώρα» η Κιλικία. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …

    Dictionary of Greek

  • 5βασιλιάς — ο και βασιλεύς και βασιλέας και βασιλές και βασιλιός (θηλ. βασίλισσα, η) (AM βασιλεύς, Μ και βασιλέας θηλ. AM βασίλισσα και βασιλίς, Α και βασιλέα και βασίλεια και βασιληΐς) 1. ο κληρονομικός ανώτατος άρχοντας του κράτους 2. πρώτος ή έξοχος μέσα… …

    Dictionary of Greek

  • 6κίσσα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μία από τις εννέα Πιερίδες, κόρες του Πιέρου . Ο μύθος αναφέρει ότι μεταμορφώθηκε σε πουλί, μαζί με τις αδελφές της, επειδή τόλμη αν να συναγωνιστούν τις Μούσεςστο τραγούδι. 2. Μία από τις Υάδες, τις τροφούς του… …

    Dictionary of Greek

  • 7ποί — (I) Α επίρρ. 1. (ερωτ.) πού; προς ποιο μέρος; (α. «νῡν δὲ ποῑ με χρὴ μολεῑν;» β. «ποῑ τις φροντίδος ἔλθῃ;», Σοφ.) 2. χρον. ώς πότε; («ποῑ γὰρ καὶ χρῆν ἀναμεῑναι;», Αριστοφ.) 3. (τελικ.) για ποιο σκοπό; γιατί; («ποῑ δὴ πατεῑς, Κίλισσα, δωμάτων… …

    Dictionary of Greek