κίκι

  • 1κίκι — castor oil neut nom/voc/acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2κίκι — το (Α κίκι και κῑκι, εως και ιος) το φυτό ρίκινος αρχ. το καθαρτικό λάδι που εκθλίβεται από τον καρπό τού φυτού αυτού, το κικινέλαιο, το ρετσινόλαδο. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. αιγυπτιακής προελεύσεως. ΠΑΡ. αρχ. κικέα, κίκινος, κ ικιον. ΣΥΝΘ. αρχ.… …

    Dictionary of Greek

  • 3κίκινος — η, ο (Α κίκινος, ίνη, ον) [κίκι] αυτός που παρασκευάζεται από τον καρπό τού φυτού κίκι* …

    Dictionary of Greek

  • 4κίκιον — κίκιον, τὸ (Α) [κίκι] 1. κίκι* 2. (κατά τον Γαλ.) «κρότωνος ῥίζας» …

    Dictionary of Greek

  • 5κικέα — κικέα, ἡ (Α) το φυτό κίκι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῖκι κατά το συκέα) …

    Dictionary of Greek

  • 6κικιουργός — κικιουργός, ὁ (Α) αυτός που παρασκευάζει κίκι*, κικινέλαιο, ρετσινόλαδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίκι + ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ ουργός, σιδηρ ουργός] …

    Dictionary of Greek

  • 7κικιοφόρος — κικιοφόρος, ον (Α) πάπ. (για τη γη) αυτός που παράγει κίκι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίκι + φόρος (< φόρος < φέρω)] …

    Dictionary of Greek

  • 8Клещевина — (Ricinus communis L.) растение из семейства молочайных (Euphorbiaceae), дико растущее в Индии и в Южной Америке и теперь возделываемое в теплых и умеренных климатах. К. отличается необычайно энергичным ростом, так что некоторые историки полагают …

    Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • 9κικινέλαιο — Λιπαρό έλαιο, σχεδόν άχρωμο και άοσμο, με δυσάρεστη γεύση, το οποίο λαμβάνεται από το φυτό ρετσινολαδιά (ρίκινος ο κοινός). Έχει μεγάλο ιξώδες ειδικό βάρος 0,96 0,97 gr/cm3 και είναι διαλυτό στην απόλυτη αλκοόλη, στον αιθέρα, στο χλωροφόρμιο κ.α …

    Dictionary of Greek

  • 10σήσαμο — το / σήσαμον, Ν ΜΑ, και λακων. τ. σάἁμον, και δωρ. τ. σάσαμον, Α το σουσάμι μσν. αρχ. ο σπόρος ή ο καρπός τού σησάμου, τής σουσαμιάς, το σουσάμι («σπείροντες μελίνην καὶ σήσαμον», Ηρόδ.) αρχ. 1. το σουσαμόλαδο («ἀλείφεσθαι ἐκ τοῡ σησάμου»,… …

    Dictionary of Greek