κίε
1Κίε — Κίος masc voc sg …
2κίε — κίω go pres imperat act 2nd sg κίω go imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …
3κί' — κίε , κίω go pres imperat act 2nd sg κίε , κίω go imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …
4Κί' — Κίε , Κίος masc voc sg …
5κίεν — κίε̄ν , κίω go pres inf act (epic doric) κίω go imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …
6κίες — κίε̄ς , κίω go pres ind act 2nd sg (doric) κίω go imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …
7Именительный падеж — представляет понятие, выраженное данным именем, как центр действия, означаемого глаголом. Таким образом самое частое употребление И. падежа в роли подлежащего. Реже И. падеж в предикативном употреблении (как сказуемое), а также и в качестве… …
8λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …
9χωλεύω — ΜΑ [χωλός] μτφ. είμαι ατελής, έχω βασικές ελλείψεις, είμαι ελαττωματικός («πρὸς τὴν πίστιν χωλεύειν», Ιωάνν. Χρυσ.) αρχ. 1. χωλαίνω, καθιστώ κάποιον χωλό («αἱ ἀμαζόνες καὶ ἐχώλευον τὰ ἄρρενα τῶν παρ αὐταῑς γεννωμένων», Σέξτ. Εμπ.) 2. (αμτβ.)… …
10όμαδος — ὅμαδος, ὁ (Α) 1. θόρυβος, βοή που προκαλείται από μεγάλο πλήθος ανθρώπων οι οποίοι έχουν συγκεντρωθεί σε έναν χώρο και μιλούν όλοι μαζί, σε αντιδιαστολή με τον ήχο που παράγεται από το βάδισμα ατόμων, οχλαγωγία 2. εύθυμο άσμα που ψάλλεται από… …
- 1
- 2