-
1 κήπος
[кипос] ουσ. α сад.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κήπος
-
2 сад
садм ὁ κήπος, ὁ μπαξές:фруктовый \сад τό περιβόλι (или ὁ κήπος) μέ ὁπωροφόρα· городской \сад τό πάρκο· ботанический \сад ὁ βοτανικός κήπος· зоологический \сад ὁ ζωολογικός κήπος· разбить \сад κάνω κήπο· ◊ детский \сад ὁ παιδικός κήπος. -
3 сад
сад м в рази. знач. о κήπος; ботанический \сад о βοτανικός κήπος* * *м в разн. знач.ο κήποςботани́ческий сад — ο βοτανικός κήπος
-
4 сад
-а, προθτ. о саде, в саду, πλθ. сады α.κήπος, δεντρόκηπος, περιβόλι•вишнёвый сад βυσσινόκηπος.
εκφρ.ботанический сад – βοτανικός κήπος•зоологический сад – ζωολογικός κήπος. -
5 ботанический
ботанический βοτανικός \ботанический сад о βοτανικός κήπος* * *ботани́ческий сад — ο βοτανικός κήπος
-
6 зоопарк
-
7 парк
-
8 фруктовый
фруктовый οπωροφόρος\фруктовыйое дерево το οπωροφόρο δέντρο· \фруктовый сад о κήπος οπωροφόρων δέντρων* * *фрукто́вое де́рево — το οπωροφόρο δέντρο
фрукто́вый сад — ο κήπος οπωροφόρων δέντρων
-
9 ботанический
βοτανικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ботанический
-
10 зоопарк
ο ζωολογικός κήπος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зоопарк
-
11 палисадник
1. (забор, изгородь) о φράχτης, φράκτης 2. (огороженный садик перед домом) о μικρός περιφραγμένος κήπος μπροστά στο σπίτι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > палисадник
-
12 парк
1. (большой сад) το άλσος, ο κήπος, το πάρκο 2. (машинный) το σύνολο των μηχανημάτων/μεταφορικών μέσων, ο στόλος 3. (место стоянки и ремонта) το αμαξοστάσιοтрамвайный - του τραμ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > парк
-
13 сад
1. (участок, засаженный деревьями, цветами и т.п.) о κήπος 2. (дошкольное детское учреждение) о παιδικός σταθμός, ο βρεφονηπιακός σταθμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сад
-
14 сквер
ο δημόσιος μικρός κήπος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сквер
-
15 ботанический
бота́н||и́ческийприл βοτανικός:\ботаническийи́ческий сад ὁ βοτανικός κήπος. -
16 детекция
детекцияприл !. (относящийся к детям) παιδικός / βρεφικός (младенческий):\детекцияие ясли ὁ βρεφικός σταθμός· \детекция сад ὁ παιδικός κήπος· \детекция дом -ό παιδικό ἄσυ-λο, τό ὁρφανοτροφείο· \детекция врач ὁ παιδίατρος·2. перен (ребяческий) παιδιάστικος, παιδαριώδης, παιδιακήσιος:\детекцияие рассуждения ὁΐ -Μδιάστικοι συλλογισμοί· \детекция почерк ὁ -αιδιακήσιος γραφικός χαρακτήρας· ◊ \детекцияое место анат. ὁ πλα-κοῦς, τό ὕστερο[ν], -
17 заброшенный
заброшенн||ый1. прич. от забросить·2. прил ἐγκατα(λε)λειμμένος, παρατημένος, παραμελημένος:\заброшенныйый сад ἐγκαταλειμμένος κήπος, \заброшенный||ый ребенок τό παρατημένο παιδί. -
18 заглохнуть
загло́х||нутьсов1. (затихнуть) σβήνω, κοπάζω, ήσυχάζω·2. (прийти в запустение) ἐρημώνω (άμετ.), χερσωνω:сад заглох ὁ κήπος χέρσωσε·3. перен σβήνω:дело \заглохнутьло ἡ ὑπόθεση ἐπαψε ν'ἀ-κούγεται. -
19 запущенный
запу́щенн||ый1. прич. от запустить II·2. прил παραμελημένος, ἐγκαταλελειμμένος, παρατημένος:\запущенныйый сад ὁ παρατημένος κήπος· \запущенныйая болезнь ἡ παραμελημένη ἀρρώστεια -
20 зоопарк
зоопаркм ὁ ζωολογικός κήπος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κῆπος — nisnas monkey masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων … Dictionary of Greek
κήπος — ο 1. περιβόλι, μπαξές: Έχει ωραίο κήπο. 2. «ζωολογικός κήπος», ο κήπος που περιλαμβάνει ειδικές εγκαταστάσεις για άγρια ή σπάνια ζώα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κήπος Αφιάρτη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 120 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου … Dictionary of Greek
Εδέμ ή Κήπος της Εδέμ — (εβρ. Edhen). Ο επίγειος παράδεισος, κατά την Παλαιά Διαθήκη, στον οποίο ζούσαν οι πρωτόπλαστοι Αδάμ και Εύα ευτυχισμένοι, χωρίς θλίψη ή πόνο. Η λέξη σημαίνει τρυφή, ευχαρίστηση, απόλαυση. Ο αντίστοιχος συριακός όρος Εδινού σημαίνει χέρσο πεδίο,… … Dictionary of Greek
ζωολογικός κήπος — Χώρος συγκέντρωσης ζώων, γενικά εξωτικών, που εκτρέφονται σε περιβάλλοντα με συνθήκες όσο το δυνατόν όμοιες με αυτές των περιοχών προέλευσής τους. Οι σημερινοί ζ.κ., οργανωμένοι με κριτήρια που αποκτήθηκαν ιδιαίτερα τον 19o αι., δεν έχουν μόνο… … Dictionary of Greek
αγροκήπιο — Κήπος που βρίσκεται σε αγροτικό συνοικισμό ή σε αγροτικό κέντρο. Σε όλες τις χώρες, για να επιτευχθεί η βελτίωση της γεωργίας και της ζωοτεχνίας, ιδρύθηκαν πρότυπα α., όπου καλλιεργούνται υποδειγματικά διάφορα φυτά και διατρέφονται διάφορα ζώα.… … Dictionary of Greek
κῆπε — κῆπος nisnas monkey masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κῆποι — κῆπος nisnas monkey masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κῆπον — κῆπος nisnas monkey masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήποιο — κῆπος nisnas monkey masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)