κέρκωψ
1Κέρκωψ — man monkey masc nom/voc sg …
2κέρκωψ — man monkey masc nom/voc sg …
3κέρκωψ — Ποιητής από τη Μίλητο, που έζησε σε αδιευκρίνιστη περίοδο της αρχαιότητας. Θεωρείτο Ορφικός και, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ήταν ο ποιητής όλων των έργων που αποδίδονταν στον Ορφέα. Τα ποιήματα Ιερός Λόγος και Εις Άδου κατάβασιν θεωρούνται… …
4Κερκώπων — Κέρκωψ man monkey masc gen pl …
5κερκώπων — κέρκωψ man monkey masc gen pl …
6Κέρκωπα — Κέρκωψ man monkey masc acc sg …
7κέρκωπα — κέρκωψ man monkey masc acc sg …
8Κέρκωπας — Κέρκωψ man monkey masc acc pl …
9κέρκωπας — κέρκωψ man monkey masc acc pl …
10Κέρκωπες — Κέρκωψ man monkey masc nom/voc pl …
Страницы