κένυα

  • 31εκλογές — Με τον όρο αυτό ονομάζεται στο νεότερο συνταγματικό δίκαιο η διαδικασία επιλογής των αντιπροσωπευτικών οργάνων του κράτους και των οργάνων της τοπικής αυτοδιοίκησης, η οποία στηρίζεται στην ψήφο των πολιτών. Η διάδοση του θεσμού των ε.… …

    Dictionary of Greek

  • 32Ευρωπαϊκή Ένωση — (ΕΕ).Ευρωπαϊκός υπερεθνικός οργανισμός. Στόχος του είναι η οικονομική ολοκλήρωση και η πολιτική συνεργασία των μελών του. Αποτελεί το διάδοχο σχήμα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που η ιστορία της ξεκινά με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας… …

    Dictionary of Greek

  • 33Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …

    Dictionary of Greek

  • 34ινδικόλιθος — Ορυκτό κυανού χρώματος, με χημικό τύπο Na (Li,Al)3Al6(BΟ3)3S6O18(0Η4)4 που αποτελεί παραλλαγή του τουρμαλίνη. Είναι μέλος της ομάδας των πυριτικών ορυκτών και κρυσταλλώνεται στο τριγωνικό σύστημα. Οι κρύσταλλοί του είναι πρισματικοί, έχουν σχεδόν …

    Dictionary of Greek

  • 35Κένια — Βλ. λ. Κένυα …

    Dictionary of Greek

  • 36Κιλιμάντζαρο — (Kilimanjaro). Όρος (5.892 μ.) της κεντροανατολικής Αφρικής, το ψηλότερο της ηπείρου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα της Τανζανίας (κοντά στα σύνορα με την Κένυα) σε 3° νότιου πλάτους και 37° ανατολικού μήκους. To Κ. είναι σβησμένο ηφαίστειο …

    Dictionary of Greek

  • 37Κουρδιστάν — (Kurdistan). Ιστορική γεωγραφική περιοχή της δυτικής Ασίας που διαμοιράζεται σήμερα πολιτικά ανάμεσα στην Τουρκία –κατά το μεγαλύτερο τμήμα–, στο Ιράκ και στο Ιράν. Επειδή πρόκειται για περιοχή κυρίως εθνολογική και γλωσσική και όχι γεωγραφική, ο …

    Dictionary of Greek

  • 38Λουσάκα — (Lusaka). Πόλη (1.317.000 κάτ. το 2002) και πρωτεύουσα της Ζάμπια. Είναι χτισμένη σε υψόμετρο 1.280 μ., σε κεντρικό σημείο στο βόρειο τμήμα των υψιπέδων του ποταμού Kαφούε. Το 1931 ορίστηκε πρωτεύουσα του βρετανικού προτεκτοράτου της Βόρειας… …

    Dictionary of Greek

  • 39Μααλούφ, Αμίν — (Amin Maalouf, Βηρυτός 1949 –). Λιβανέζος συγγραφέας και δημοσιογράφος. Φοίτησε σε σχολεία ιησουιτών της Βηρυτού και σπούδασε κοινωνιολογία και οικονομικά. Ξεκίνησε να εργάζεται ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα της Βηρυτού αν Ναχάρ και ταξίδεψε… …

    Dictionary of Greek

  • 40Μακίντερ, Χάλφορντ Τζον — (Halford John Mackinder, Γκένσμποροου 1861 – Ντόρσετ 1947). Άγγλος γεωγράφος. Χρημάτισε καθηγητής της γεωγραφίας στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, όπου το 1899 ίδρυσε σχολή γεωγραφίας. Αργότερα διετέλεσε καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Ρέντινγκ και… …

    Dictionary of Greek