κέντριον
1κέντριον — κέντριον, τὸ (Α) [κέντριον] 1. χειρουργικό εργαλείο, αλλ. κέντιον 2. βούκεντρο …
2κεντρίον — κεντρίον, τὸ (ΑΜ) βλ. κεντρί …
3κέντριον — neut nom/voc/acc sg …
4κεντρίοις — κέντριον neut dat pl …
5κεντρίου — κέντριον neut gen sg …
6ραμνοδοκέντρια — τὰ, Μ κεντρία, αγκάθια ράμνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάμνος + κέντριον / κεντρίον (< κέντρον)] …
7κεντρί — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ., 848 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στον ισθμό της Ιεράπετρας, 34 χλμ. ΝΑ του Αγίου Νικολάου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιεράπετρας. * * * το (ΑΜ κεντρίον, Μ και κεντρί)… …
8κεντριάδαι — κεντριάδαι, οἱ (Α) [κέντριον] (στην Αθήνα) ιερείς οι οποίοι κατά την εορτή τών Διπολίων οδηγούσαν στον βωμό το βόδι που επρόκειτο να θυσιαστεί κεντρίζοντάς το με βούκεντρο …