κέντημα
91τσίτα — επίρρ. τροπ. 1. τεντωτά, τσιτωτά, τεζαριστά: Κράτα το σεντόνι τσίτα. 2. στριμωχτά: Στρώσε το χαλί τσίτα στον τοίχο. 3. τσίτα τσίτα μόλις και μετά βίας, ζόρικα, δύσκολα: Ο μισθός είναι μικρός και ζούμε τσίτα τσίτα. η 1. κομμάτι ξύλου που κρατά… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
92τσεβρές — τσεβρές, ο και τσιβρές, ο πληθ. έδες (λ. τουρκ.) 1. τσεμπέρι κεντητό. 2. είδος χειροποίητου (κυρίως) υφάσματος που είναι κατάλληλο για κέντημα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
93χρυσοκέντημα — το, ατος το κέντημα με χρυσά νήματα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)